koykos radio live







Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ελληνικός κινηματογράφος, από το 1896 έως σήμερα



Ηιστορία του κινηματογράφου στην Ελλάδα αρχίζει με την πρώτη προβολή κινηματογραφικών εικόνων στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1896, η οποία γίνεται σε ένα μαγαζί τής στοάς Κολοκοτρώνη. Με εισιτήριο ακριβό, το πρόγραμμα περιλαμβάνει διάφορα αξιοπερίεργα, όπως άλογα που έτρεχαν στα Ηλύσια Πεδία και χορούς της διάσημης χορεύτριας του αμερικανικού βαριετέ Λόιε Φούλερ.

Με αφορμή την τεράστια επιτυχία του Έλληνα κινηματογραφιστή, Γιώργου Λάνθιμου που εισάγει ένα νέο κινηματογραφικό ρεύμα, το λεγόμενο Weird wave και καταφέρνει οι ταινίες του, "Κυνόδοντας", "Αλπεις", "Αστακός" να αποσπάσουν βραβεία και να τραβήξουν την προσοχή διεθνώς, το ΑΠΕ-ΜΠΕ κάνει μία αναδρομή στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.

Αρωγοί στη διαδρομή αυτή είναι το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, που παραχώρησε την έρευνα που πραγματοποίησαν οι Κωνσταντίνος Γασπαρινάτος, Ιωάννης Ιωαννίδης με συντονιστή τον Κωνσταντίνο Τσακίρη για την κατάσταση του συστήματος διανομής στην Ελλάδα μέχρι το 2000, ο Άγγελος Σακέτος από το ιστορικό αρχείο του οποίου αντλήθηκαν πληροφορίες σχετικά με την μεταπολεμική δραστηριότητα του ελληνικού κινηματογράφου και τέλος, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) δίνοντας στοιχεία για τα εισιτήρια που κόπηκαν στις ελληνικές αίθουσες από το 2010 μέχρι σήμερα, αλλά και στοιχεία σχετικά με την συμμετοχή, την χρηματοδότηση ή την στήριξή του στην υλοποίηση ταινιών.

Τα πρώτα βήματα
Οι πρώτοι γνωστοί κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια είναι οι αδελφοί Ιωάννης και Μιλτιάδης Μανάκια, οι οποίοι εργάζονταν ως φωτογράφοι στα Γιάννενα και αργότερα εγκαθίστανται στο Μοναστήρι. Η πρώτη σωζόμενη ταινία τους χρονολογείται από το 1905 και αντλεί το θέμα της από το χωριό καταγωγής των Μανάκια, την Αβδέλλα Γρεβενών, πρόκειται για τις «Υφάντρες».

Οι πρώτοι κινηματογραφιστές που δρουν σε ελληνικό έδαφος ήταν οι ανταποκριτές ξένων μεγάλων εταιρειών παραγωγής, όπως η Πατέ και η Γκομόν. Ένα από τα πρώτα γεγονότα που κινηματογραφούνται στην Αθήνα ήταν η μεσο-ολυμπιάδα του 1906.

Η βασιλική οικογένεια αποτελεί συχνά αντικείμενο του κινηματογραφικού φακού και ένας από αυτούς που είχαν αναλάβει να κινηματογραφούν τα βασιλικά πρόσωπα και τις γιορτές είναι ο Ούγγρος μηχανικός-αντιπρόσωπος της Πατέ, Ζοζέφ Χεπ, που έρχεται στην Αθήνα στα 1908.

Οι εταιρείες είχαν την πάγια πολιτική να στέλνουν μηχανικούς σε διάφορες χώρες του κόσμου, οι οποίοι εγκαθιστούσαν μηχανήματα προβολής, φρόντιζαν για την διανομή των ταινιών, αλλά παράλληλα κινηματογραφούσαν επιτόπου ορισμένα αξιοσημείωτα γεγονότα ή εξέχοντα πρόσωπα και τα προέβαλλαν στην ντόπια αγορά ή τα έστελναν στα κεντρικά, αν παρουσίαζαν ευρύτερο ενδιαφέρον.

Οι πρώτες ελληνικές παραγωγές και οι πρώτες εταιρείες παραγωγής
Η πρώτη επιχείρηση παραγωγής ταινιών γίνεται από τον Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο που συστήνει την «Αθήνη-φιλμ» και γυρίζει μερικές κωμωδίες σύντομης διάρκειας, παίζοντας ταυτόχρονα το ρόλο του παραγωγού, του σκηνοθέτη και του πρωταγωνιστή. Το ποιμενικό ειδύλλιο, που θα αποτελέσει ιδιαιτερότητα του ελληνικού κινηματογράφου, εμφανίζεται το 1914 με τον Κωνσταντίνο Μπαχατώρη και το 1916 ιδρύεται η «Άστυ-φιλμ». Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, η μετατροπή του θερινού θεάτρου «Αττικόν» οριστικά σε κινηματογράφο το 1912.

Οι απόπειρες να στηθεί κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, προσκρούουν στην αποσταθεροποίηση που προκαλεί η Μικρασιατική καταστροφή ενώ το κινηματογραφικό υλικό εκείνης της εποχής που σώζεται, περιορίζεται σε σκηνές που τραβούν διάφοροι οπερατέρ και στη ταινία του Δήμου Βρατσάνου «Της μοίρας τ' αποπαίδι», στα 1925.

Αυτή την περίοδο, μόνο η δραστηριοποίηση της Dag film των αδελφών Γαζιάδη στον τομέα των ταινιών μυθοπλασίας έδωσε υπόσταση στον τομέα της παραγωγής. Το 1927, καλούνται να κινηματογραφήσουν τον «Προμηθέα Δεσμώτη», μία από τις εκδηλώσεις των Δελφικών Εορτών και στα 1928 παρουσιάζεται η πρώτη ταινία μυθοπλασίας, «Έρως και κύματα», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Γαζιάδη και σενάριο του λογοτέχνη Λάμπρου Αστέρη.

Το 1929 εμφανίζεται ο Αχιλλέας Μαδράς με τη «Μαρία Πενταγιώτισσα» και το 1930 η εταιρεία «Ελλάς φιλμ» με τη «Στέλλα Βιολάντη». Δύο ταινίες -σταθμοί είναι το «Δάφνις και Χλόη» του Ορέστη Λάσκου στα 1930, που παράλληλα ιδρύει και την «'Αστρο-φιλμ» και στα 1932 η ταινία καταγγελίας του Στέλιου Τατασόπουλου «Κοινωνική σαπίλα». Η τεχνολογική εξέλιξη όμως του ομιλούντος κινηματογράφου σε διεθνές επίπεδο, κλείνει προσωρινά (έως το 1933) το κεφάλαιο «ελληνική παραγωγή».

Το 1939, ένας νεαρός κινηματογραφιστής επικαίρων, γυρίζει μια ταινία μυθοπλασίας. Ήταν ο Φιλοποίμην Φίνος στο «Τραγούδι του χωρισμού». Εταιρεία παραγωγής ήταν η σημαντικότερη εταιρεία διανομής στην Ελλάδα η «Σκούρας φιλμς Α.Ε.» και τα ελληνικά κινηματογραφικά στούντιο, δηλαδή ο ίδιος ο Φίνος. Στην κατοχή, το 1943, γυρίζονται δύο σημαντικές ταινίες που ανοίγουν τον δρόμο για τις μετακατοχικές παραγωγές. «Η φωνή της καρδιάς» από τον Φίνο και τα «Χειροκροτήματα» από τον Γιώργο Τζαβέλλα.

Τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής 1940-1944 δεν αφήνουν περιθώρια εξέλιξης στον ελληνικό κινηματογράφο, έδωσαν όμως το υλικό και τα θέματά τους στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες του μεταπολέμου. Αξιοσημείωτη είναι η ίδρυση της Φίνος Φιλμς (1942).

Μετά την απελευθέρωση, η κινηματογραφική παραγωγή ανεβαίνει. Ενώ το πρώτο- μέτριο σε εξοπλισμό - στούντιο του Σκουληκίδη κλείνει, ιδρύονται δύο αρκετά συγχρονισμένα στούντιο. Το Άλφα στα Μελίσσια και της Ανζερβός στη Φιλοθέη. Διαθέτουν την αναγκαία έκταση και σύγχρονο εξοπλισμό καθώς και ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό. Αργότερα ιδρύονται και μερικά μικρότερα στούντιο.

Οι εταιρίες παραγωγής γίνονται συνεχώς περισσότερες. Τη Φίνος Φιλμς, που εμφανίστηκε πρώτη, καθώς και της Ανζερβός, Νοβάκ ακολουθούν οι εταιρίες Παρθενών, Μεσόγειος, Π. Μήλας, Λαμπρινός, Τζαλ Φιλμς, Κ. Κονιτσιώτης, Γκρεγκ Τάλλας, Κώστας Καραγιάννης, Αφοί Καρατζόπουλοι, Ψαρράς-Ρουσόπουλοι- Λαζαρίδης, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλες αξιόλογες εταιρίες κινηματογραφικών ταινιών: Σκούρας Φιλμ, Χρ. Σπέντζος, Σάββας Φιλμ, Ρεξ Φιλμ, Ακρόπολις Φιλμ, Κόσμος Φιλμ, Νίκος Παπαδόπουλος, Νίκος Αβραμέας, Σκαραβαίος Φιλμ, Κοράλ Φιλμ, 'Αστυ Φιλμ, Βασίλης Λαμπίρης, Νόβακ Φιλμ, Ντελέρνο Φιλμ, Τάσος Γιαννόπουλος, Γιώργος Σαρρής, Απόστολος Τεγόπουλος, Όσκαρ Φιλμ, Χρ. Μανιάτης, Ιωαννίδης Φιλμ, Στέλιος Τατασόπουλος, Λίλα Κουρκουλάτου, Νίκος Μαρκίδης, Τάκης Περγαντής, Κώστας Στράντζαλης, Ηλίας Περγαντής, Σύλιας και Υιός, Παρθενών Φιλμ, Κορώνα Φιλμ, Χαλιώτης Φιλμ, Αφοί Κυριακόπουλοι, Σ.Α.Κ.Ε., Γιώργος Χανιώτης, Νίκος Σπέντζος, Νίκος Βαρβέρης κ.ά.

Οι προσπάθειες των εταιριών υπήρξαν φιλότιμες, χωρίς εν τούτοις να κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα όρια της εμπορικής σκοπιμότητας.

Η περίοδος 1950-1970
Η άνθησή του άρχισε μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, με 4-7 ταινίες το χρόνο μέχρι το 1950 και σταδιακά η παραγωγή αυξήθηκε μέχρι τις 60 ταινίες το 1960. Η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου ήταν από το 1960 μέχρι το 1973 φτάνοντας μέχρι τις 97 ταινίες το χρόνο (με μέσο όρο 80 ταινίες το χρόνο). Από το 1974 μέχρι το 2015 η παραγωγή κυμαίνεται σε πολύ μικρότερα επίπεδα από 10 ταινίες μέχρι 40 ταινίες το χρόνο.

Ενδεικτικά, μόνο τη δεκαετία του ΄50 γυρίζονται πάνω από τριακόσιες ταινίες ενώ εμφανίζονται εκατό νέες εταιρείες, από τις οποίες οι εξήντα είναι εταιρείες της μιας ταινίας. Μόνο τέσσερις εταιρείες γυρίζουν περισσότερες από δέκα ταινίες, η «Τζαλ», η «Νόβακ», η «Ανζερβός» και βέβαια η δυναμική «Φίνος Φιλμ».

Οι ταινίες που παρουσιάζουν επιτυχία προέρχονται από τους αξιόπιστους παραγωγούς που συνεργάζονται με διακεκριμένους ηθοποιούς και έμπειρους τεχνικούς. Μία από τις σημαντικότερες όμως προϋποθέσεις για την καλή πορεία μιας ταινίας είναι και η συνεργασία με τους μεγαλύτερους Έλληνες διανομείς, που διαμορφώνουν πλέον ένα συμπαγές σύστημα.

Ο μεγαλύτερος Έλληνας διανομέας είναι ο «Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης», που κατέχει συνήθως τις τρεις πρώτες θέσεις στην πρώτη πεντάδα του πίνακα εισπράξεων α΄ προβολής. Το σύστημα διανομής συμπληρώνεται επίσης από τις εταιρείες «Μήλας Φιλμ», «Ανζερβός», «Σπέντζος», «Ι. Καρατζόπουλος» και «Αφοί Ρουσσόπουλοι-Γ. Λαζαρίδης-Δ. Σαρρής-Κ. Ψαρράς».

Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος
Από την δεκαετία του ΄70 και μετά διαμορφώνεται ένα εντελώς νέο σκηνικό στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο. Η αυτοκρατορία της Φίνος καταρρέει, η παραγωγή των ταινιών και των εισιτηρίων μειώνεται δραματικά, το κοινό καθηλώνεται στην τηλεόραση και ο παλιός εμπορικός κινηματογράφος διοχετεύεται στην παραγωγή βιντεοκασετών.

Στο προσκήνιο έρχεται ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ο κινηματογράφος του δημιουργού αντικαθιστά την εμπορική εκδοχή του σκηνοθέτη-τεχνίτη και οι ελληνικές ταινίες αποκτούν έναν «δοκιμιακό» χαρακτήρα. Νέοι, φιλόδοξοι και ελπιδοφόροι σκηνοθέτες παίρνουν στα χέρια τους τον πλήρη έλεγχο των ταινιών τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τα οικονομικά και διοικητικά βάρη, ενώ η εθελοντική εργασία συναδέλφων και φίλων είναι συχνά η μόνη λύση για την ολοκλήρωση μιας παραγωγής.

Από τους στυλοβάτες του, ο Αλέξης Δαμιανός με την «Ευδοκία» στα 1971, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με τις «Μέρες του ΄36» το 1972, που τρία χρόνια αργότερα ανοίγει τα σύνορα της εγχώριας κινηματογραφίας στο εξωτερικό με τον «Θίασο», καταχωρημένη ως μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο Παντελής Βούλγαρης με το «Χάπυ νταίη» στα 1976, ενώ με τη Μεταπολίτευση επιστρέφουν στην Ελλάδα και με ντοκιμαντέρ στη παραγωγή ο Νίκος Κούνδουρος και ο Μιχάλης Κακογιάννης. Παράλληλα πολλοί νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες αφήνουν το αποτύπωμά τους, με ποικίλες θεματικές και αισθητικές αναζητήσεις.

Από τα σύγχρονα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού (Βεργίτσης, Καντακουζηνός), μέχρι την αφοσίωση στην παράδοση και την ιστορία (Παπαστάθης, Φέρρης, Λαμπρινός, Κούνδουρος, Ψαρράς, Σιοπαχάς, Βρεττάκος, Ξανθόπουλος, Βούλγαρης, κ.ά.) από τον ρεαλιστικό κινηματογράφο (Τάσιος, Πανουσόπουλος, Τσεμπερόπουλος, Περάκης, κ.ά.) στην υπαρξιακή κρίση (Καρυπίδης, Λυκουρέσης, Λιάππα, κ.ά.) από την απελπισμένη ευαισθησία του Τσιώλη μέχρι το ποιητικό σινεμά του Τορνέ, του Παναγιωτόπουλου, του Νικολαϊδη, κ.ά.

Το 1980 η ελληνική κινηματογραφία κατακτά και ένα μεγάλο διεθνές βραβείο, το πρώτο σε Έλληνα σκηνοθέτη, το Χρυσό Λιοντάρι Βενετίας απονέμεται στον Αγγελόπουλο για τον «Μεγαλέξανδρο», ενώ η ταινία του Ν. Τζήμα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» κόβει 618.000 εισιτήρια, που αποτελεί και την εξαίρεση στην αδιαφορία του κοινού για τις ελληνικές ταινίες.

Το 1986 εκδηλώνεται το κρατικό ενδιαφέρον για χρηματοδότηση ταινιών από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου με την θεσμοθέτηση των κρατικών βραβείων και την ψήφιση του νόμου «για την προστασία και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης». Όμως, διαφωνίες, εντάσεις, αντικρουόμενες τάσεις και αδιαφορία του κοινού είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ΄80. Τα 600.000 εισιτήρια της σάτιρας του Νίκου Περάκη «Λούφα και παραλλαγή» το 1986, αποτελούν την εξαίρεση ενός απογοητευτικού κανόνα που την περίοδο 1985-86 περίπου το 80% του κοινού παρακολουθεί αμερικάνικες ταινίες και μόλις το 8% ελληνικές. Ο αριθμός των αιθουσών μειώνεται δραματικά και το μέλλον της ελληνικής παραγωγής και της ελληνικής ταινίας φαντάζει ζοφερό.

Στο τέλος του 20ου αιώνα
Το διάστημα μεταξύ 1990 και 1994 η βιομηχανία του κινηματογράφου σημειώνει πτώση, με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να είναι σχεδόν ο αποκλειστικός χρηματοδότης. Η παραγωγή συνέχισε την καθοδική της πορεία με μόλις 14 ταινίες μεγάλου μήκους το 1991, όπως το «Μετέωρο βήμα του πελαργού», του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, οι «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου, του Παντελή Βούλγαρη.

Δυο χρόνια αργότερα, το 1993 η βραβευμένη ταινία «Απ΄το χιόνι» το Σωτήρη Γκορίτσας, θεωρείται πρόδρομος ενός νέου στυλ στον ελληνικό κινηματογράφο. Στο μεταξύ, στην τετραετία 1990-1994 στο «μπουκέτο» των αξιόλογων ταινιών συγκαταλέγονται και οι «Μπάυρον: Μπαλάντα ενός δαιμονισμένου», Νίκος Κούνδουρος (1992), «Κρυστάλλινες νύχτες»Τώνια Μαρκετάκη (1992), «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού» Ντίνος Δημόπουλος (1993), «Καβάφης» Γιάννης Σμαραγδής (1994), «Ο κήπος του Θεού», Τάκης Σπυριδάκης.

Το κοινό επιστρέφει στην αίθουσα και στην ελληνική ταινία, ενώ ένα νέο δυναμικό κοινό, κυρίως νεανικό, κάνει την εμφάνισή του. Η ανάκαμψη ξεκινά στα 1994, με το «Τέλος εποχής» του Αντώνη Κόκκινου, επιβεβαιώνεται με τον Σωτήρη Γκορίτσα στο «Βαλκανιζατέρ» το 1997 με 250.000 εισιτήρια, και την Όλγα Μαλέα με το «Ο οργασμός της αγελάδας» και το «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών».

Το 1999 μάλιστα καταγράφεται ένα νέο ρεκόρ εισιτηρίων με μια ταινία που μεταφέρει την κυρίαρχη τηλεοπτική αισθητική από τη μικρή στη μεγάλη οθόνη, το «Safe sex» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα, με 910.000 εισιτήρια. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος συνεχίζει τη μοναχική του πορεία και το 1998 με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» κατακτά το «Χρυσό Φοίνικα», τη μεγαλύτερη διάκριση που έχει πάρει ποτέ Έλληνας σκηνοθέτης.

Τα χαρακτηριστικά στα τέλη του αιώνα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Η εγχώρια παραγωγή κάνει τα πρώτα συστηματικά ανοίγματά της στην Ευρώπη και στη διεθνή συμπαραγωγή, ενώ εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερος ο θεσμός του ιδιώτη παραγωγού. Από τις αρχές του 1990, δημιουργούνται οι δημοτικοί κινηματογράφοι που ξεπερνούν τους 80 σε όλη τη χώρα και κινηματογραφικά δίκτυα, εγχώρια και διεθνή, κάνουν την εμφάνισή τους, με σκοπό την στήριξη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παραγωγής. Οι κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας ανακαινίζονται και εξοπλίζονται με τα πλέον εξελιγμένα συστήματα ήχου και εικόνας, ενώ συγχρόνως νέες αίθουσες κατασκευάζονται στο κέντρο και την περιφέρεια. Το ευρωπαϊκό και αμερικάνικο φαινόμενο των πολυκινηματογράφων (Cineplex) κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Ο δρόμος για την επιστροφή του κοινού στις αίθουσες ανοίγει πλέον διάπλατα.

Στα μέσα του 1990 στις αρχές του 21ου αιώνα, η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα» σηματοδοτεί το 1995, το «Βαλκανιζατέρ» του Σωτήρη Γκορίτσα (1997) είναι η πρώτη σύγχρονη ελληνική ταινία που έφτασε σε εξαψήφιο νούμερο εισιτηρίων (περίπου 180.000), ενώ το 1998 η βράβευση του Θοδωρή Αγγελόπουλου με τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» αποτελεί καθοριστικό σταθμό για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο.

Την ίδια χρονιά, το «Από την άκρη της πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη ανοίγει τον δρόμο σε ένα είδος αστικού δράματος, ενώ «Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώτη (1999) βραβεύεται στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Ένα πιο εμπορικό είδος κωμωδίας είναι αυτό που συνδέεται με τον «Οργασμό της αγελάδας» της Όλγας Μαλέα (1997) και το «Safe Sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου (1999) που σημειώνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία, καθώς έφτασε το 1,5 εκατομμύριο εισιτήρια.

Το 2005, η «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περάκη ξεπερνά το 1 εκατομμύριο εισιτήρια και το 2006 είναι χρονιά ορόσημο για την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Ψυχή στο στόμα» που κρίνεται ως η καλύτερη ελληνική ταινία στα κρατικά βραβεία. Σταδιακά, και οι δραματικές ταινίες έφερναν περισσότερο κόσμο στους κινηματογράφους. Το 2003, η «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη κόβει 1,6 εκατομμύριο εισιτήρια. Πλέον, αρκετές επιτυχημένες ταινίες, όπως οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη (2004) και το «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή (2007), ήταν συμπαραγωγές με ξένες εταιρείες, αλλά και με τηλεοπτικά κανάλια. Το σινεμά της κρίσης (2009-σήμερα)

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το σινεμά σίγουρα γίνεται πιο ...εξωστρεφές με σημαντική παρουσία σε διεθνή φεστιβάλ. Το 2009 προβλήθηκε ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, η ταινία του οποίου είχε μεγάλη επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς μεταξύ άλλων βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η επόμενη ταινία του, «'Αλπεις» (2011) είχε επίσης σημαντική φεστιβαλική πορεία. Μαζί με το εξίσου πολυβραβευμένο «Attenberg» (2010) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, δημιούργησαν το Greek Weird Wave.

Το 2013 το Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά αποσπά τον Αργυρό Λέοντα (Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, ενώ και η «Μικρά Αγγλία» (2013) του Παντελή Βούλγαρη έχει σημαντική παρουσία στα ξένα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Την ίδια χρονιά, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου βραβεύεται στο Κάρλοβι Βάρι και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ συμμετέχει στο Forum του Φεστιβάλ Βερολίνου. Το 2014 «Το μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη συμπεριλαμβάνεται στο επίσημο διαγωνιστικό του πρόγραμμα του 64ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, ενώ το «Xenia» (2014) του Πάνου Κούτρα κλέβει τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Καννών, ενώ «Η Έκρηξη» του Σύλλα Τζουμέρκα (2014), πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Λοκάρνο στην Ελβετία, ενώ στη συνέχεια προβλήθηκε στο τμήμα «DARE», Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου.

Την επόμενη χρονιά (2015) το Chevalier (2015) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα στο Φεστιβάλ Λονδίνου, ενώ επίσης το 2015 «Ο Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου κερδίζει το βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο 68ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών. Το 2016 το Suntan του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου καταφέρνει να αποσπάσει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διεθνές τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου και την ίδια χρονιά το «Lines(Γραμμές)» του Βασίλη Μαζωμένου κάνει έναν επιτυχημένο γύρο σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου από την Εσθονία, την Άγκυρα, το Σικάγο, την Ρουμανία μέχρι και το Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Αρμενία.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην περίοδο 1960 - 1980
Κατά την εικοσαετία 1960 - 1980 πολλοί παράγοντες υπεισέρχονται και επηρεάζουν την πραγματικότητα. Η παροχή διευκολύνσεων για επενδύσεις με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς κατοχυρώνουν την ελεύθερη ίδρυση και δραστηριοποίηση ξένων εταιριών και κυρίως αμερικάνικων.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

1962-63 46 1970-71 67 1963-64 59 1971-72 73 1964-65 61 1972-73 78 1965-66 66 1973-74 83 1966-67 57 1974-75 69 1967-68 67 1975-76 60 1968-69 64 1976-77 55 1969-70 62 1977-78 49

Στη χώρα μας λειτούργησαν σε σταθερή και μόνιμη βάση όλη την εξεταζόμενη περίοδο μόνο 18 εταιρίες. Αλλά και απ΄ αυτές μόνο 6 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο με τον αριθμό των ταινιών όσο και με την οικονομική κυριαρχία τους. Οι εταιρίες αυτές είναι: «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης» με έλεγχο του 30% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 140 ταινίες καθ΄ έτος κατά μέσον όρο. «Σάββας Φιλμς» με έλεγχο του 5% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 35 ταινίες καθ' έτος κατά μέσον όρο. «Σπέντζος Χρ.» με έλεγχο του 3,5% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 25 ταινίες καθ' έτος κατά μέσον όρο. «Φίνος Φιλμ» με έλεγχο του 10% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 10 ταινίες καθ' έτος κατά μέσον όρο. «Καραγιάννης Καρατζόπουλος» με έλεγχο του 11% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 25 ταινίες καθ' έτος κατά μέσον όρο και «ΡΕΞ» με έλεγχο του 4,5% περίπου των εισιτηρίων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων-Θεσσαλονίκης 30 ταινίες καθ' έτος κατά μέσον όρο.

Τη δεκαετία του ΄80
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 και ενώ η κρίση του κινηματογράφου είναι πλέον ορατή διαμορφώνονται νέα δεδομένα στο χώρο της διανομής. Οι πάνω από πενήντα εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο, κλείνουν η μία μετά την άλλη και δημιουργούνται τα πρώτα φαινόμενα ολιγοπωλιακής διάρθρωσης του χώρου. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται κυρίως με τη δημιουργία της ΕΛΚΕ (Ελληνική Κινηματογραφική Ένωση) που συνενώνει τις περισσότερες μεγάλες εταιρίες διανομής στην Ελλάδα έχοντας στόχο να ελεγχθεί και ο χώρος των αιθουσών. Έτσι για μικρό χρονικό διάστημα τρεις εταιρίες διανομής (ΕΛΚΕ, ΣΠΕΝΤΖΟΣ ΦΙΛΜ και το ελληνικό παράρτημα της UNIVERSAL) ελέγχουν το 95% της διανομής.


Η κορύφωση της κρίσης αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις στη διανομή, αναδιατάσσουν το χώρο και παρουσιάζονται τα δεδομένα:

Το ελληνικό παράρτημα της UNIVERSAL (αντιπροσωπεύει και την CIC) λαμβάνει πλέον τη σημερινή μορφή του, το 1985 με την επωνυμία U.I.P Ε.Π.Ε., αντιπροσωπεύοντας τις αμερικάνικες εταιρίες: PARAMOUNT, UNIVERSAL, METRO GOLDWIN MAYER και UNITED ARTIST. Η εταιρία αυτή προήλθε από την συνένωση στην ευρωπαϊκή αγορά (μόνο στο χώρο της διανομής) των παραπάνω εταιριών.
Η ενιαία ΕΛΚΕ Α.Ε. διασπάται και δημιουργούνται: η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Α.Ε. -1984- (βασικός μέτοχος Παντελής Μητρόπουλος αλλά και οι Γιώργος Τζιότζιος, Γιώργος Καραδήμας), και η ΝΕΑ ΚΙΝΗΣΗ -1986- (βασικοί μέτοχοι Κ. Καραγιάννης - Γ. Καρατζόπουλος - Κ. Γούναρης - Ζ. Παναγιωτίδης) αλλά και η «νέα» ΕΛΚΕ Α.Ε. (βασικοί μέτοχοι Γ. Μιχαηλίδης - Γ. Κριεζίας).
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Α.Ε. σε μικρό χρονικό διάστημα καθιερώνεται ως major εταιρία καθώς παίρνει την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα της COLUMBIA και της WALT DISNEY αλλά κινείται πολύ επιτυχημένα (τουλάχιστον μέχρι της αρχές της δεκαετίας του '90) και στο χώρο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής αγοράς διανέμοντας αρκετές σινεφίλ ταινίες κυρίως του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Η εξάπλωση του φαινομένου του οικιακού video οδηγεί τις εταιρίες διανομής να ιδρύσουν τμήματα Video διανέμοντας στην ελληνική βιντεοαγορά όλες τις κινηματογραφικές ταινίες που εισάγουν. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η U.I.P.
Δημιουργείται το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) που ιδρύει την HELLAS FILM Α.Ε., η οποία διανέμει την ελληνική παραγωγή ταινιών του ΕΚΚ που δεν βρίσκουν πρόσβαση στις υπάρχουσες εταιρίες διανομής. Το Υπουργείο Πολιτισμού και η Ομοσπονδία Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδος δημιουργούν το STUDIO ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΥΚΛΩΜΑ A.E. με σκοπό να διανείμει εναλλακτικές ταινίες (καλλιτεχνικές, κλασικά αριστουργήματα, μικρών εθνικών κινηματογραφιών, πειραματικές κλπ) κυρίως στις κινηματογραφικές λέσχες. Έτσι αγοράζονται οι ταινίες του «μικρού» γραφείου διανομής του Σωκράτη Καψάσκη αλλά και επιλεγμένες ταινίες από άλλες «μικρές» εταιρίες. Τη δεκαετία του ΄90
Την τελευταία δεκαετία και με την αργή αλλά σταθερή αύξηση των εισιτηρίων (κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας) ο χώρος της διανομής αναδιατάσσεται. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
Ιδρύεται η εταιρία ROSEBUD Α.Ε. (1993) με μετόχους την ΕΛΚΕ Α.Ε.. τον Γ. Σκούρα, τον Γ. Τζιώτζο και τον Ζ. Παναγιωτίδη. Η εταιρία διανέμει ταινίες από την ανεξάρτητη αγορά και ιδιαίτερα από την ευρωπαϊκή παραγωγή. Αν και ο βασικός μέτοχος της είναι η ODEON (πρώην ΕΛΚΕ Α.Ε.), ακολουθεί ανεξάρτητη πολιτική. Ιδρύεται η εταιρία ΑΜΑ FILM -1996- ιδιοκτησίας των αδελφών Στεργιάκη (με παράδοση στο χώρο της κινηματογραφικής αίθουσας). Η εταιρία δραστηριοποιείται στο χώρο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής αγοράς. Ιδρύεται η εταιρία OVO -1997- ιδιοκτησίας του Β. Γεώργα (πρώην εκδότης κινηματογραφικού περιοδικού). Η εταιρία δραστηριοποιείται για 18 μήνες στο χώρο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής αγοράς και πτωχεύει. Ο ίδιος ιδιοκτήτης ιδρύει την ART HOUSE, η οποία μετά από ένα χρόνο έχει την ίδια τύχη. Ιδρύεται η εταιρία WARNER - ROADSHOW -1997-. Η ίδρυση είναι αποτέλεσμα της απόφασης της μητρικής εταιρίας WARNER να αποσύρει την αντιπροσώπευση των ταινιών της από την ODEON (πρώην ΕΛΚΕ Α.Ε.). Η εταιρία διανέμει βασικά τη διεθνή παραγωγή της μητρικής εταιρίας αλλά και λίγες ταινίες από την ανεξάρτητη κινηματογραφική αγορά.
Από το τέλος της δεκαετίας του ΄80 αλλά κυρίως τη δεκαετία του ΄90, οι εταιρίες διανομής κατασκευάζουν, αγοράζουν ή ενοικιάζουν κινηματογραφικές αίθουσες στο κέντρο ή στην περιφέρεια, τις οποίες και εκμεταλλεύονται. Οι μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα είναι οι θυγατρικές αμερικάνικων major εταιριών (U.I.P και WARNER ROADSHOW)
Από τα μέσα της δεκαετίας και με δειλά βήματα εμφανίζεται το φαινόμενο της διανομής ταινιών Α' προβολής και στους θερινούς κινηματογράφους (από την ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Α.Ε.). Έτσι η Ελλάδα παύει να αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση διεθνώς διανομής Α' προβολής 9 μήνες το χρόνο. Το φαινόμενο αυτό χρόνο με το χρόνο επεκτείνεται και στις άλλες εταιρίες διανομής.
Οι δήμοι προσπαθώντας κατ' αρχήν να διασώσουν τις θερινές αίθουσες στην πόλη τους, ιδρύουν δημοτικούς κινηματογράφους. Το φαινόμενο αυτό παίρνει γρήγορα διαστάσεις και στα τέλη στης δεκαετίας του ΄90 οι δημοτικές αίθουσες υπερβαίνουν τις 90 (στην πλειοψηφία τους θερινές). Η ανάπτυξη και ο ισχυρός ανταγωνισμός οδηγούν στον εκσυγχρονισμό και το καθετοποιημένο μοντέλο ανάπτυξης των εταιριών. Η παραδοσιακή ΕΛΚΕ μετεξελίσσεται σε όμιλο εταιριών ODEON, η οποία περιλαμβάνει διαφορετικές εταιρίες με ξεχωριστές δραστηριότητες (Διανομή, Διαφήμιση - προώθηση - χορηγίες, Εκμετάλλευση δικτύου αιθουσών - merchandise, video).
Η διακοπή της λειτουργίας της ιστορικής εταιρίας ΝΕΑ ΚΙΝΗΣΗ -1999- και η εμφάνιση μια νέας εταιρίας στο χώρο, της NEW STAR, τα κεφάλαια της οποίας προέρχονται από εταιρία Video. Εισιτήρια που έκοψαν οι ελληνικές ταινίες Από το 2010 μέχρι το 2014 σημειώνεται μια πτώση του αριθμού των εισιτήριων για τις ελληνικές παραγωγές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (σε σύνολο του 90%)τα εισιτήρια που κόβονται στις αίθουσες το 2010 είναι 11.720.000 για ξένες και ελληνικές ταινίες, με 1.400.000 εισιτήρια να καταγράφονται για τις ελληνικές μόνο παραγωγές.

Αντίστοιχα, το 2011 από τα 10.850.00 εισιτήρια που κόπηκαν για ξένες και ελληνικές ταινίες μόνο το 1.160.000 αφορούν στις ελληνικές, το 2012 από το σύνολο των 10.100.000 μόνο 1.145.000 εισιτήρια κόβονται για ελληνικές ταινίες, το 2013 από τα 9.120.000, μόνο τα 758.000 εισιτήρια είναι για ελληνικές παραγωγές και το 2014 από το σύνολο των 8.973.000 μόνο τα 310.000 εισιτήρια αφορούν ελληνικές παραγωγές.

Από το 2015 μέχρι το 2017 σημειώνεται μια αύξηση εισιτήριων που κόβονται για τις εγχώριες παραγωγές και το 2018 ο αριθμός ξαναπέφτει. Συγκεκριμένα, το 2015 από τα 9.806.000 εισιτήρια για όλες τις ταινίες τα 830.000 είναι για ελληνικές, το 2016 από τα 10.025.000 εισιτήρια που αφορούν ξένες παραγωγές τα 902.400 κόβονται για ελληνικές ταινίες, ενώ το 2017 η προτίμηση προς τις ελληνικές ταινίες ανεβαίνει με αριθμό εισιτηρίων που φτάνει το 1.010.000, ενώ το σύνολο φτάνει στα 10.100.000 εισιτήρια.

Το 2018 κλείνει με μείωση των εισιτηρίων στις ελληνικές παραγωγές. Μόλις 662.250 ενώ το σύνολο αγγίζει τα 9.350.000. Να σημειωθεί βέβαια ότι υπάρχουν και ελληνικές ταινίες μεμονωμένα που σε μια συγκεκριμένη χρονιά συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού κι άρα την 'εκτόξευση' των εισιτηρίων με αποτέλεσμα να ανεβάζουν το γενικό σύνολο των εισιτηρίων που πουλήθηκαν.

Το ιστορικό το Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου
Αρχικά αντιμετωπίστηκε από το κράτος ως «βιομηχανικό προϊόν». Οι αρμοδιότητες για την προστασία και την ενίσχυσή του ανήκαν στο υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο είχε καθιερώσει ήδη από το 1961 με ειδικό νόμο ορισμένα κίνητρα για την ανάπτυξη της υποδομής του. Εκείνη την περίοδο, ο κινηματογράφος αποτελούσε το βασικό μέσο ψυχαγωγίας του ευρύτερου κοινού. Η ετήσια παραγωγή ήταν υψηλή και οι ταινίες, κατά πλειοψηφία, κάλυπταν το κόστος παραγωγής τους από τα εισιτήρια των θεατών.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου τα συμπτώματα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης εξ αιτίας κυρίως της έλευσης της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισιτηρίων, το κλείσιμο πολλών κινηματογραφικών αιθουσών, το πάγωμα των επενδύσεων, την αδυναμία απόσβεσης του κόστους παραγωγής των ταινιών και, σταδιακά, την αποδιάρθρωση της οικονομικής υποδομής του ελληνικού κινηματογράφου. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την κρατική παρέμβαση και την καθιέρωση ουσιαστικών μέτρων από την πλευρά της Πολιτείας.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ως νομικό πρόσωπο, προϋπήρχε της κρίσης, αλλά με άλλη επωνυμία. Είχε ιδρυθεί το 1970 με την επωνυμία «Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων», ως θυγατρική εταιρεία παραγωγής ταινιών μιας κρατικής τράπεζας, της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), στο πλαίσιο της τότε κρατούσας αντίληψης για τη βιομηχανική «διάσταση» του κινηματογράφου, η οποία κατά την περίοδο της δικτατορίας παρουσίασε περιορισμένο κύκλο δραστηριοτήτων.

Μετά τη μεταπολίτευση, την Προεδρία του φορέα ανέλαβε ο καταξιωμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος, πραγματοποιώντας ανοίγματα και σε νεώτερους δημιουργούς, προχώρησε στην παραγωγή μίας σειράς φιλόδοξων ταινιών με αποκλειστική χρηματοδότηση του Οργανισμού που -επί των ημερών του- μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (στο εξής ΕΚΚ).

Το 1980, ύστερα από πίεση των ανθρώπων του κινηματογράφου προς την τότε κυβέρνηση, οι αρμοδιότητες για τον κινηματογράφο μεταβιβάζονται από το υπουργείο Βιομηχανίας στο υπουργείο Πολιτισμού. Η αλλαγή αυτή καταδεικνύει μια νέα αντίληψη της Πολιτείας, η οποία υιοθετεί στο εξής ως πιο σημαντική την πολιτιστική διάσταση του κινηματογραφικού έργου έναντι της οικονομικής σημασίας του κινηματογραφικού προϊόντος. Επί υπουργίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, το κράτος πραγματοποιεί τις πρώτες χρηματοδοτήσεις προς το ΕΚΚ, ενώ την Προεδρία του Κέντρου αναλαμβάνει ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού στην πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση, ο οποίος αρχίζει να προσανατολίζει τον Οργανισμό σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις για την αποστολή του.

Το 1981, ύστερα από την κυβερνητική αλλαγή, αναλαμβάνει το υπουργείο Πολιτισμού ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, η Μελίνα Μερκούρη, η οποία θέτει ως προτεραιότητα της πολιτικής της τη στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου. Το ίδιο έτος, ορίζει Πρόεδρο του ΕΚΚ τον διακεκριμένο συγγραφέα και κριτικό Παύλο Ζάννα, ενώ το 1982 καταρτίζει και υποστηρίζει με πάθος το νομοσχέδιο «για την προστασία και την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης της ελληνικής κινηματογραφίας», το οποίο, τελικά, γίνεται νόμος του κράτους το 1986. Με τον νόμο αυτόν (Ν.1597/86) ο οποίος ρυθμίζει τη δομή, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του, το ΕΚΚ διατηρεί τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας αλλά περιέρχεται εξ ολοκλήρου στο κράτος και γίνεται ο κυριότερος μοχλός άσκησης της κινηματογραφικής πολιτικής.

Η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου που έχει εκδηλωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (για να κορυφωθεί περί το 1985), αλλά και η υπολειτουργία ορισμένων αναπτυξιακών «εργαλείων» που προέβλεπε ο Νόμος 1597/86 λόγω της έλλειψης επαρκών πόρων, κατέστησαν το ΕΚΚ -για αρκετά χρόνια- μοναδικό χρηματοδότη της εγχώριας παραγωγής, με περιορισμένο τον ρυθμιστικό του ρόλο. Παρ' όλα αυτά, το ΕΚΚ κατάφερε να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές συνθήκες και να συμβάλει καθοριστικά στην επιβίωση του ελληνικού κινηματογράφου, στηρίζοντας τη διανομή της ελληνικής ταινίας στις αίθουσες, συγχρηματοδοτώντας τα ελληνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ και δίνοντας το παρόν στις κινηματογραφικές αγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, διατήρησε επί πλέον ως στόχο τη διεθνή αναγνώριση της ελληνικής ταινίας.

Το ΕΚΚ προσανατολίζεται στο νέο «τοπίο» που τείνει να δημιουργηθεί και το οποίο, μολονότι δεν εγγυάται τη ριζική θεραπεία των αιτίων της κρίσης, δημιουργεί δράση και αισιοδοξία. Με την καθιέρωση του Προγράμματος «Νέα Ματιά» που απευθυνόταν αποκλειστικά στους νέους κινηματογραφικούς δημιουργούς και με την εκπόνηση, έγκριση και εφαρμογή του νέου Κανονισμού Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του, τον Ιούλιο του 1996, διευρύνει τους στόχους της πολιτικής του. Επίσης, καθιερώνει νέο σύστημα χρηματοδοτήσεων και θέτει τη συνολική διαδικασία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών σε νέες βάσεις με τη διατύπωση ενός ευρύτερου πλαισίου αρχών και κανόνων μέσα στο οποίο κινείται η παραγωγή ελληνικών ταινιών έως και σήμερα.

Μετά την ψήφιση, επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου, του Ν. 2557/97 που προέβλεπε τη δημοσίευση Προεδρικού Διατάγματος για την τροποποίηση του Καταστατικού του ΕΚΚ, η θεσμική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου υπήρξε γεγονός αναμενόμενο. Η πρόθεση του υπουργείου Πολιτισμού γι' αυτή τη νομοθετική παρέμβαση ήταν γνωστή ήδη από το καλοκαίρι του 1997 με καταληκτική πράξη το Προεδρικό Διάταγμα 113/98 «Καταστατικό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου» -ένα νομοθετικό κείμενο που υπήρξε αποτέλεσμα του γενικού αιτήματος για θεσμικές αλλαγές στον χώρο του κινηματογράφου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε συστηματική προσπάθεια εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που έδινε αυτό το Διάταγμα, μέσα σε ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που προκαλούσαν η συνεχιζόμενη επιστροφή των θεατών στις αίθουσες, η ελπιδοφόρα εμφάνιση νέων δημιουργών στο προσκήνιο, η ενεργοποίηση αρκετών νέων αλλά και παλαιότερων επαγγελματιών παραγωγών, η σταθερή χρηματοδότηση ελληνικών ταινιών από τη δημόσια τηλεόραση και η περιστασιακή από κάποιους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, τέλος, η καθιέρωση κοινής «γραμμής» από τις εταιρείες διανομής.

Κατά την περίοδο που ακολουθεί, το ΕΚΚ εγκαινιάζει μια πολιτική που αναζητεί νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργική και την αναπτυξιακή διάσταση του ελληνικού σινεμά. Προτείνει κίνητρα για τη διεύρυνση της ιδιωτικής συμμετοχής στην παραγωγή, εγκαινιάζει μια σταθερή συνεργασία με τη δημόσια τηλεόραση με αντικείμενο τη συγχρηματοδότηση της παραγωγής ταινιών μυθοπλασίας νέων δημιουργών και ντοκιμαντέρ, θεσπίζει νέο Κανονισμό χρηματοδοτήσεων που περιλαμβάνει οκτώ (8) Προγράμματα, ενώ πρωτοστατεί στη δημιουργία δικτύου συνεργασίας των Κέντρων Κινηματογράφου των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Υπό την Προεδρία, διαδοχικά, του Παύλου Ζάννα (έως το 1986), των σκηνοθετών Μάνου Ζαχαρία (1986-1989), Ερρίκου Ανδρέου (1989-1991), Κώστα Βρεττάκου (1991-1998), Μάνου Ευστρατιάδη (1998-2001), Διαγόρα Χρονόπουλου (2001-2005), Θανάση Βαλτινού (2005-2006), Γιώργου Παπαλιού (2006 - 2013), Τώνη Λυκουρέση (2013 - 2014), του συγγραφέα - σεναριογράφου Πέτρου Μάρκαρη (2014 - 2015), του διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα (2015 -2016), του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ιωάννη Λεοντάρη (2016 - 2017) και του Δημήτρη Παπαϊωάννου (2017 έως σήμερα), το ΕΚΚ συνεχίζει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη της παραγωγής και την προώθηση της ελληνικής ταινίας, επιδιώκοντας τη συμπόρευση των ελληνικών κινηματογραφικών «πραγμάτων» με τα αντίστοιχα διεθνή ισχύοντα.

Σήμερα, το ΕΚΚ λειτουργεί βάσει του Ν. 3905/2010 (ΦΕΚ 219/Α/23-12-2010), ο οποίος αφορά σε «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις», με νέα νομική μορφή, ως κοινωφελές μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού (αντί της πρότερης μορφής του ως ανωνύμου εταιρείας, που λειτουργούσε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16-26 του Ν. 1597/1986 - ΦΕΚ 68 Α΄ και το Π.Δ. 113/1998 - ΦΕΚ 113 Α΄).

Ο νέος νόμος N. 3905/2010 καθορίζει τις αρχές της εθνικής πολιτικής στον τομέα του κινηματογράφου και θέτει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο εν όψει των εξελίξεων που έχουν συντελεστεί στον οπτικοακουστικό τομέα τα τελευταία 15 χρόνια. Κύριο στόχο του αποτελεί η ουσιαστική ανάπτυξη του Κινηματογράφου στην Ελλάδα, με αύξηση των οικονομικών ποσών που διατίθενται για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων, αξιοποίηση πόρων, ανακατανομή κονδυλίων, διαφάνεια και λογοδοσία των Οργανισμών, καθώς και αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, συμμετοχή παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και τηλεπικοινωνιών, αλλά και προσέλκυση ξένων παραγωγών.

Βασική καινοτομία του νέου Νόμου είναι και ο διορισμός Γενικού Διευθυντή στο ΕΚΚ, ο οποίος μαζί με το επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούν τα όργανα Διοίκησης του ΕΚΚ. Βάσει του νόμου αυτού, πρώτος Γενικός Διευθυντής στο ΕΚΚ διορίζεται ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Καραντινάκης (2011 - 2015, 2015 - 2016) και εν συνεχεία η Μοντέζ - Θεωρητικός Κινηματογράφου, Ηλέκτρα Βενάκη (2016 - 2017).

Επί πλέον, από τον Φεβρουάριο του 2013 τέθηκε σε ισχύ ο σημερινός Κανονισμός Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του ΕΚΚ, εξέλιξη του προηγούμενου. Ο νέος Κανονισμός περιλαμβάνει δέκα (10) Χρηματοδοτικά Προγράμματα τα οποία συντάχθηκαν με βάση τα διεθνή πρότυπα και έχουν ως στόχο την κάλυψη των πολύπλευρων σύγχρονων αναγκών της κινηματογραφικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι ο νέος Κανονισμός του ΕΚΚ, όποτε οι διαμορφούμενες συνθήκες το επιβάλλουν, επιδέχεται των απαραίτητων τροποποιήσεων και αλλαγών προκειμένου να πληροί αποτελεσματικότερα τους θεσμικούς σκοπούς του.

Όσον αφορά στην παραγωγή ταινιών, το ΕΚΚ συμμετέχει κατά μέσο όρο ετησίως στη χρηματοδότηση μέρους του κόστους παραγωγής 15 ταινιών μεγάλου μήκους, 15 ταινιών μικρού μήκους, 6 ντοκιμαντέρ, και με μικρά ποσά στη χρηματοδότηση 15 - 20 ολοκληρωμένων έργων της ανεξάρτητης παραγωγής αυτών των τριών κατηγοριών ταινιών.

Έχοντας κατορθώσει να διατηρεί σε χαμηλό επίπεδο τα λειτουργικά του έξοδα, διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του στην ενίσχυση της παραγωγής ταινιών (περίπου το 60% του συνόλου), δίνοντας έμφαση στη στήριξη των νέων δημιουργών. Στις εγκρίσεις του, όμως, εξακολουθούν να κατέχουν εξέχουσα θέση και οι ταινίες καταξιωμένων σκηνοθετών που έχουν ήδη στο ενεργητικό τους αξιόλογο κινηματογραφικό έργο.

O κατάλογος των παραγωγών που υλοποιήθηκαν με τη συμμετοχή, τη χρηματοδότηση ή τη στήριξη του ΕΚΚ, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει συνολικά περισσότερες από 700 ταινίες, από τις οποίες περίπου οι 400 έχουν κερδίσει βραβεία σε ελληνικά και διεθνή Φεστιβάλ. (Πηγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου)

Πηγη: https://www.sofokleousin.gr/

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Οι Επικρατέστερες Θεωρίες για την Προέλευση της Λέξης «Σκυλάδικο»



Οι πιθανές απαντήσεις προέρχονται από τη δεκαετία του ‘30 και ίσως να είναι αλληλένδετες μεταξύ τους.

«Το σκυλάδικο το σέβομαι και το αγαπάω, γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και πρέπει να είναι αρχαιοελληνικός. Δηλαδή, αντί για το σπάσιμο των πιάτων, είμαι σίγουρος ότι παλιά έσπαγαν αμφορείς».

Η παραπάνω δήλωση ανήκει στον αείμνηστο Τζίμη Πανούση, ο οποίος σε συνέντευξή του στο VICE είχε εκδηλώσει τον θαυμασμό του για το συγκεκριμένο παρακλάδι της νυχτερινής διασκέδασης.

Ο Τζίμης Πανούσης Ήταν Όλα Αυτά που θα Θέλαμε να Είμαστε
Όταν αναφέρεται η λέξη «σκυλάδικο», σχεδόν όλοι φέρνουμε στο μυαλό μας το ίδιο πράγμα. Ένα μαγαζί στο οποίο εμφανίζονται λαϊκοί τραγουδιστές, όπου γίνεται μεγάλη κατανάλωση ουίσκι, με κιλά από γαρύφαλα να προσγειώνονται στη σκηνή.

Το οπτικοακουστικό κομμάτι θεωρείται από τους «ψαγμένους» ως ευτελές, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες ως τέτοια ορίζονται ακόμη και τα μεγάλα κέντρα διασκέδασης όπου εμφανίζονται τα πιο γνωστά ονόματα της «πίστας».

Από πού προέρχεται όμως αυτή η λέξη, η οποία χρησιμοποιείται σε κάθε γωνιά της χώρας και με ποια αφορμή δημιουργήθηκε;

Οι πιθανές απαντήσεις είναι αμέτρητες. Οι επικρατέστερες, όμως, είναι τρεις. Προέρχονται από τη δεκαετία του ‘30 και ίσως να είναι αλληλένδετες μεταξύ τους.

Τα σκυλιά της γειτονιάς
Κάποια μαγαζιά της εποχής είχαν αποφασίσει να σερβίρουν αυστηρά αλκοόλ, όμως όταν ήρθε η διατίμησή του αναγκάστηκαν να προσθέσουν στον κατάλογο και φαγητό. Βέβαια, τα πιάτα ήταν πραγματικά κακής ποιότητας με αποτέλεσμα οι πελάτες να τα δίνουν τελικά στα σκυλιά που περιτριγύριζαν τις αυλές των εν λόγω κέντρων διασκέδασης.

Όπως συμβαίνει λοιπόν στα σημεία όπου υπάρχει κόσμος που ταΐζει τα ζωάκια, αυτά επέστρεφαν με παρέα με αποτέλεσμα να υπάρχει κάθε βράδυ ένας μεγάλος αριθμός σκύλων που περίμενε καρτερικά για φαγητό.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά ήταν καλοκαιρινά -τύπου αυλές- και βρίσκονταν κοντά σε ήδη γνωστά μπουζουξίδικα της εποχής. Η δυναμική παρουσία των συμπαθέστατων τετράποδων αποτέλεσε έμπνευση για τη «βάπτιση» των εν λόγω κέντρων διασκέδασης.

Το βραστό κρέας
Μια παρόμοια εξήγηση είναι και η παρακάτω: Σε κάποια σκοτεινά στενά, στην άκρη του Πειραιά και της Αθήνας, άρχισε να εμφανίζεται ένα νέο είδος μαγαζιού. Συνήθως αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Στο πρώτο σέρβιρε βραστό κρέας και κακής ποιότητας φαγητό, υπό τη συνοδεία ζωντανής ορχήστρας και στο δεύτερο βρισκόταν μια εργάτρια του σεξ. Οι πελάτες πλήρωναν «φιξ» για φαγητό και σεξ. Η ονομασία «σκυλάδικο» προέκυψε από ένα πολύ απλό γεγονός, που δεν είχε να κάνει με τα ίδια τα μαγαζιά.

Οι περιοχές στις οποίες βρίσκονταν ήταν έρημες, σχεδόν σαν εξοχή - μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα ‘30s. Στα πέριξ, λοιπόν, κυκλοφορούσαν πολλά άγρια και αδέσποτα σκυλιά, από τα οποία έπρεπε να περάσεις αν ήθελες να βρεθείς στα εν λόγω μπαρ. Σύμφωνα με τη αυτήν τη θεωρία, κάπως έτσι ξεκίνησε η χρήση της λέξης «σκυλάδικα» στην αργκό της εποχής.

Η πειραιώτικη εξήγηση
Ένας αστικός θρύλος που κυκλοφορούσε για χρόνια στον Πειραιά, θέλει το «σκυλάδικο» να ξεκινάει την πορεία του από την περιοχή του Αγίου Διονυσίου. Εκεί υπήρχε ένα τεράστιο, άσχημο, οικοδομικό συγκρότημα που λειτουργούσε ως οίκος ανοχής υπό την ονομασία «Χαμαιτυπείο». Εκεί, οι εργάτριες του σεξ νοίκιαζαν από ένα μικρό δωμάτιο όπου υποδέχονταν τους πελάτες τους. Αξίζει να αναφέρω ότι μετέπειτα το κτίριο μετατράπηκε στη Φυλακή των Βούρλων.

Ωστόσο, οι λιγότερο τυχερές εργάτριες που δεν είχαν την οικονομική άνεση να νοικιάσουν ένα δωμάτιο, αναγκάζονταν να συνευρεθούν με τους πελάτες τους στον δρόμο. Αυτές έγιναν ευρύτερα γνωστές ως «σκυλούδες», αφού έκαναν σεξ σε σκοτεινά στενά του Πειραιά, όπου κυκλοφορούσαν αγέλες σκύλων.

Όλα αυτά προπολεμικά. Έπειτα από τον πόλεμο, η Τρούμπα έζησε μεγάλες στιγμές. Μεγάλα κέντρα διασκέδασης, όπου τραγουδούσαν όλα τα πρώτα ονόματα, άρχισαν να ανοίγουν εκεί. Ο αμερικάνικος στόλος που έφερνε το δολάριο στην τοπική αγορά έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτήν τη μετακίνηση. Μαζί με όλα τα γνωστά κέντρα, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα «δευτερότριτα», με τις «σκυλούδες» να μεταφέρονται στα γύρω στενά. Έτσι, σιγά-σιγά ο όρος «σκυλάδικα» άρχισε να κάνει την παρουσία του αισθητή στην περιοχή και να μένει για πάντα.

Bonus: Λοιπές θεωρίες
Δεν είναι λίγος ο κόσμος που συνδέει την ονομασία με τον ήχο των λαϊκών που ακούγονταν στα συγκεκριμένα μέρη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η χρήση συγκεκριμένων εφέ στα όργανα και στη φωνή ευθύνεται για όλο αυτό. Το γεγονός ότι κάποιοι κιθαρίστες χρησιμοποιούν το πετάλι “wah” που, όπως λένε, παραπέμπει σε γάβγισμα σκύλου, έκανε πολλούς να τα αποκαλούν έτσι. Επίσης, η χρήση του “echo” στη φωνή, κάνει τον τραγουδιστή να ακούγεται σαν σκυλί που παραπονιέται.

Άλλοι κατηγορούν τα «γυρίσματα» που κάνουν οι καλλιτέχνες του είδους και οι πιο τολμηροί την κακοφωνία τους. Ειδικά όσων τραγουδούν σε πιο παρακμιακά μαγαζιά. Οι τελευταίες θεωρίες αναφέρονται «τιμητικά», αφού είναι αρκετά μεταγενέστερες της ίδιας της λέξης και δεν προσφέρουν αρκετές λεπτομέρειες.

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Ιστορίες λογοκρισίας στο τραγούδι – Αμανέδες, κατοχικά ρεμπέτικα, βλάσφημα και αιρετικά



Ποιος δικτάτορας καθιέρωσε επίσηµα τη λογοκρισία στην Ελλάδα; Γιατί βρέθηκαν στο στόχαστρο τα «χασικλίδικα» ρεµπέτικα, τα «µπεµόλια» και οι αµανέδες; Υπάρχει λόγος που τα ρεµπέτικα της Κατοχής αποκλείστηκαν από τη δισκογραφία; Ποιοι είναι οι στίχοι στο τραγούδι «Μπέµπα» που θεωρήθηκαν υπόνοια παιδεραστίας και γιατί έβγαλαν φάλτσο τον Μίκη Θεοδωράκη;

Η κρατική προληπτική λογοκρισία –η παράσταση εστιάζει σε αυτό το κοµµάτι γιατί άτυπη λογοκρισία υπάρχει µέχρι και σήµερα– νοµοθετείται από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά το 1937 µε τους αναγκαστικούς νόµους 445 και 446 και αρµόδιο για την τήρηση του νόµου καθίσταται το νεοσυσταθέν υπουργείο Τύπου και Τουρισµού. «Η παράσταση διατρέχει ιστορίες λογοκρισίας από το 1937 έως το 1993. Αρκετοί πιστεύουν ότι η λογοκρισία στο τραγούδι τελειώνει µε τη χούντα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Μετά την πτώση της δικτατορίας ατονεί η πολιτική λογοκρισία και επικρατεί κυρίως η ηθική (π.χ. σε µια αθυρόστοµη κουβέντα του Τζίµη Πανούση ή της Κατερίνας Γώγου). Σύµφωνα µε τη δική µου έρευνα, το τελευταίο κρούσµα λογοκρισίας εµφανίζεται το 1991 στο τραγούδι “Υπεραγορά” της Λένας Πλάτωνος – υπάρχει επίσηµη απόφαση της επιτροπής του υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως η οποία στοχοποιεί το κοµµάτι για βλάσφηµους στίχους που παραποιούν το Πιστεύω. Αυτό θεωρείται “ανεπίτρεπτο” και “προκλητικό” από το αρµόδιο υπουργείο και το άλµπουµ κυκλοφορεί µε το χαρακτηριστικό ταµπελάκι της λογοκρισίας» αναφέρει ο ∆ηµήτρης Χαλιώτης.

Οι αµανέδες από την Ανατολή και η κόρη του Μεταξά

Οι πρώτοι που λογοκρίνονται από τον Ιωάννη Μεταξά είναι οι ρεµπέτες και ειδικά τα «χασικλίδικα», που µπαίνουν από την αρχή στο στόχαστρο. «Η συγκεκριµένη πρακτική δεν περιορίζεται στους στίχους αλλά επεκτείνεται και στη µουσική. Ο Ιωάννης Μεταξάς σιχαίνεται τους ρεµπέτες, τους θεωρεί “ζωύφια” και “παρακατιανούς” και στοχοποιεί οτιδήποτε του θυµίζει την Ανατολή. Απαγορεύει τα λεγόµενα “µπεµόλια”, δηλαδή τα ηµιτόνια, τις διέσεις και τις υφέσεις, τους αµανέδες και όλη τη σµυρναίικη σχολή του ρεµπέτικου που έχει ευρεία απήχηση εκείνη την εποχή. Αρκετοί καλλιτέχνες αντιδρούν σε αυτές τις αποφάσεις, ωστόσο σηµαντικές προσωπικότητες της διανόησης χαρακτηρίζουν τον αµανέ “απερίγραπτο και ατελεύτητο µηδέν” (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), ενώ εφηµερίδες της εποχής πανηγυρίζουν γιατί επιτέλους ανακαλύπτουµε την εθνική µας ταυτότητα».

Το πρώτο τραγούδι που λογοκρίνεται είναι η «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα. «Πρόκειται για ένα κλασικό ρεµπέτικο τραγούδι το οποίο αναφέρεται σε µια γυναίκα που ψαρεύει κεφαλόπουλα και µαυράκια στη Γλυφάδα και περιλαµβάνει αρκετά ερωτικά υπονοούµενα. Το δισκάκι κάνει θραύση στην εποχή του και πουλάει δεκάδες χιλιάδες δίσκους. Σύµφωνα µε τον λαϊκό µύθο, η “Βαρβάρα” σατιρίζει την κόρη του Ιωάννη Μεταξά, για την οποία είχε κυκλοφορήσει η φήµη πως ήταν νυµφοµανής».

Ο «Μπλόκος» του Τσιτσάνη και το «Χαϊδάρι» του Μάρκου

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι νόµοι του Μεταξά αλλάζουν, ωστόσο διατηρούν το ίδιο σκληρό υπόβαθρο. «Τα ρεµπέτικα µπαίνουν ξανά στο στόχαστρο. Η δισκογραφία σταµατάει ολοκληρωτικά καθώς κλείνει το ιστορικό εργοστάσιο της Columbia. Τα κατοχικά ρεµπέτικα έχουν µεγάλο ενδιαφέρον και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν µπαίνουν στη δισκογραφία ούτε µετά την Απελευθέρωση. Περνούν σχεδόν 40 χρόνια για να δισκογραφήσει κάποια από αυτά ο Γιώργος Νταλάρας στον δίσκο του “Τα ρεµπέτικα της Κατοχής” το 1980. Τα περισσότερα κοµµάτια στρέφονται ευθέως κατά των Γερµανών και τάσσονται υπέρ της κοµµουνιστογενούς Αντίστασης και ίσως γι’ αυτό µένουν στην αφάνεια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το 1944 το κοµµάτι “Ο µπλόκος” το οποίο αναφέρεται στο µπλόκο της Καλαµαριάς και στην εκτέλεση αγωνιστών. “Βγήκανε νωρίς τα αστέρια, βγήκανε και τα µαχαίρια, οχ µανούλα µου” αναφέρουν οι στίχοι. Αντίστοιχα, ο Μάρκος Βαµβακάρης γράφει το “Χαϊδάρι”, ένα κοµµάτι που περιγράφει τη µαζική εκτέλεση κρατουµένων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου». Επιπλέον, πολλά κοµµάτια κυκλοφορούν κουτσουρεµένα και µε αλλαγµένους στίχους για να περάσουν από τη λογοκρισία. «Ενα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” του Απόστολου Καλδάρα, το οποίο γίνεται επιτυχία µε τη λογοκριµένη εκδοχή του. Ο συνθέτης το 1947 ζει στη Θεσσαλονίκη και γράφει το κοµµάτι µες στον Εµφύλιο. Περνώντας ένα σούρουπο µε τα πόδια από τις φυλακές του Επταπυργίου βλέπει στο βάθος τη σιλουέτα ενός κρατούµενου. “Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ και όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί. Αραγε τι περιµένει όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι που φωτίζει το κελί” αναφέρουν οι αρχικοί στίχοι. Ακόµη ένα πασίγνωστο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη που δισκογραφείται αλλά µπαίνει αµέσως στις λίστες λογοκρισίας είναι το “Κάποια µάνα αναστενάζει”, το οποίο είναι γνωστό ότι το τραγουδούσαν οι κρατούµενοι στη Μακρόνησο. Οι “Φάµπρικες” του Τσιτσάνη –ένα τραγούδι-ύµνος στην εργατική τάξη– το οποίο κυκλοφορεί στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επίσης λογοκρίνεται».

Η καπετάνισσα του Πειραιά και η παιδεραστία

Εκείνη την περίοδο είναι τέτοια η παράνοια της λογοκρισίας που κόβονται και τραγούδια χωρίς πολιτικό περιεχόµενο, όπως η «Πειραιώτισσα» του Γιάννη Παπαϊωάννου. «Οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού έλεγαν “Απ’ την ώρα στο λιµάνι που σε µπάνισα, σ’ έχω βάλει στην καρδιά µου καπετάνισσα”. Το 1949 ο συνειρµός της λογοκρισίας πηγαίνει στους καπετάνιους του ∆ΣΕ και ο Παπαϊωάννου αλλάζει τους στίχους για να περάσει από το ψαλίδι. Επίσης λογοκρίνονται τραγούδια από το ελαφρύ ρεπερτόριο. Ενα από αυτά είναι η “Μπέµπα” του Μιχάλη Σουγιούλ, που βρίσκεται σε λίστα µε απαγορευµένα κοµµάτια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 από την Αστυνοµική ∆ιεύθυνση Αθηνών. Πέρα από το πικάντικο περιεχόµενο, στην επιθεωρησιακή εκδοχή του τραγουδιού οι στίχοι έχουν υπόνοια παιδεραστίας αναφερόµενοι σε ένα θείο που παίρνει την µπέµπα στα γόνατά του και της ζητάει να µην το µάθει ο µπαµπάς. Θύµα της λογοκρισίας πέφτει και η Σοφία Βέµπο το 1956, καθώς απαγορεύεται η ραδιοφωνική µετάδοση του τραγουδιού “Κανελλιά” για ηθικούς λόγους».

Στην πορεία εµφανίζεται και το τεράστιο κεφάλαιο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος µπαίνει από την αρχή στο στόχαστρο της λογοκρισίας καθώς ήδη είναι γνωστός στις αρχές. «Είναι πολύ αστείος ο τρόπος µε τον οποίο η επιτροπή λογοκρισίας αποφασίζει να κόψει το πρώτο του άλµπουµ “Λιποτάκτες” µε τη δικαιολογία ότι ο τραγουδιστής (ο Μίκης δηλαδή) είναι φάλτσος. Ο Μάνος Χατζιδάκις επίσης λογοκρίνεται αρκετές φορές. Ενα από τα τραγούδια που θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν τον θεσµό της βασιλείας είναι το “Κι ήταν που λέτε µια φορά» από τον δίσκο “Παραµύθι χωρίς όνοµα”, το οποίο αναφέρει στους στίχους “είχαµε έναν βασιλιά καλό ανθρωπάκι”. Επίσης ραδιοφωνική λογοκρισία για ηθικούς λόγους υφίσταται και η «Μαύρη Φορντ», παρότι το κοµµάτι ακούγεται κανονικά στο θέατρο».

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ανήκει στον αριστερό χώρο, όµως κρατάει εξαιρετικά επιθετική στάση απέναντι στη λογοκρισία και µάλιστα τη δεκαετία του ’60 οργανώνει σχετική εκστρατεία µε τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Σταύρο Ξαρχάκο. «Η λογοκρισία µοιάζει µε ένα περβόλι όπου µόνο λουλούδια δεν µπορούν να ανθίσουν. Τη σιχαίνοµαι» λέει ο Χατζιδάκις και η κυβέρνηση τον κατηγορεί ότι παρασύρεται από το αντιπολιτευτικό µένος του Μίκη. Ο Χατζιδάκις υποστηρίζει δηµόσια ότι η κίνηση αυτή αποτελεί δική του πρωτοβουλία και η εφηµερίδα «Εµπρός» τον χαρακτηρίζει κοµµουνιστή. Το 1965 λογοκρίνεται και το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» του Σταύρου Ξαρχάκου, συγκεκριµένα ο στίχος «πέφταµε φωνάζοντας “κάτω οι Γερµανοί”». «Το 1965 υπήρχε ακόµη φόβος να µιλήσουµε ανοιχτά για τη γερµανική κατοχή» υπογραµµίζει ο ∆. Χαλιώτης.

Tο καχεκτικό πουλί της «εθνοσωτηρίου»

Στη χούντα ο παραλογισµός της λογοκρισίας είναι απόλυτος. «Ο Μίκης απαγορεύεται µε διάγγελµα ήδη από το 1967 και η Μελίνα Μερκούρη χάνει την ελληνική ιθαγένεια. Οι λογοκριτές στο κρατικό ραδιόφωνο χαράσσουν τις επιφάνειες των δίσκων, τοποθετούν µπογιές και µονωτικές ταινίες για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα υπάρξει κάποιο παραστράτηµα από τους παραγωγούς τις βραδινές ώρες. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία αφορά το τραγούδι “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” το οποίο έγραψε ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος το 1968 στο Παρίσι εµπνεόµενος από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα και τις βόλτες που έκανε στα οδοφράγµατα της εξέγερσης. Οταν το τραγούδι φτάνει στον Αλέξανδρο Πατσιφά της Λύρας του λέει ότι δεν πρόκειται να περάσει από τη λογοκρισία και ο Νιόνιος σκαρφίζεται ένα κόλπο και του αλλάζει τίτλο. Το κοµµάτι “Η θεία Μάρω” του Σαββόπουλου είναι εµπνευσµένο από την κυρία Μάνου –µια κρατούµενη, µέλος του ΚΚΕ– η οποία φρόντιζε αρκετό κόσµο µες στη φυλακή. Επίσης, λογοκρίνεται το “Πέταξε ένα πουλί”, ένα τραγούδι από το ελαφρύ ρεπερτόριο γιατί θεωρείται ότι προσβάλλει το πουλί της “εθνοσωτήριου επαναστάσεως”. Το “Θα κλείσω τα µάτια” του Ακη Πάνου γίνεται γνωστό µε εντελώς διαφορετικούς στίχους. “∆εν ήρθανε για εµάς τα καλοκαίρια και έγινε η ζωή τόσο βαριά” αναφέρουν οι αρχικοί στίχοι που διαθέτουν έντονο κοινωνικό περιεχόµενο».

Κατά τη διάρκεια της µεταπολίτευσης καταργείται η προληπτική λογοκρισία, υπάρχει όµως ακόµη ο νόµος που της επιτρέπει να υφίσταται. «Η πολιτική κατάσταση παραµένει τεταµένη, εποµένως διατηρούνται φαινόµενα πολιτικής λογοκρισίας. Για παράδειγµα, το 1976 λογοκρίνονται οκτώ κοµµάτια από τον δίσκο “Τα τραγούδια µας” του Μάνου Λοΐζου και του Φώντα Λάδη, τα οποία απαγορεύεται επίσηµα να µεταδοθούν από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα. Το “Μακρύ ζεϊµπέκικο για τον Νίκο” που έγραψε ο Σαββόπουλος για τον Κοεµτζή µεταδίδεται από το Τρίτο Πρόγραµµα το 1979 από τον ραδιοφωνικό παραγωγό Γιώργο Μητρόπουλο. Ο υπουργός Προεδρίας Αθανάσιος Τσαλδάρης παίρνει τηλέφωνο ουρλιάζοντας στην ΕΡΤ προκειµένου να διαµαρτυρηθεί για το συγκεκριµένο τραγούδι και όταν το περιστατικό φτάνει στα αυτιά του Μάνου Χατζιδάκι (ήταν τότε διευθυντής) καλεί τον παραγωγό στον Μαγεµένο Αυλό και του ζητάει να επαναλάβει τη µετάδοση του δίσκου την επόµενη µέρα» ολοκληρώνει ο ∆ηµήτρης Χαλιώτης. Πηγη https://www.koutipandoras.gr

Κώστας Σκαρβέλης



Ρεμπέτης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880...

Ρεμπέτης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia.

Ο Κώστας Σκαρβέλης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880 και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Μετά την ενηλικίωσή του, για να αποφύγει την κατάταξή του στον τουρκικό στρατό, φυγαδεύτηκε και εγκαταστάθηκε με άλλους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού ήταν και με τι ασχολήθηκε. Βέβαιο είναι ότι δεν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε σε άλλο μέρος της Τουρκίας. Στην Αθήνα πρέπει να εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920, επομένως δεν ανήκει στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κύρια εργασία του στην Αθήνα πριν από το 1922 ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή υποδημάτων πολυτελείας.

Με την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, ο Κώστας Σκαρβέλης ξαναβρήκε γνωστά πρόσωπα από το χώρο των μουσικών και άρχισε αμέσως την επαγγελματική του καριέρα ως μουσικός. Από το 1923 ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου: Στον «Πουρούζη» στη Λ. Αλεξάνδρας, στου «Πικίνου» στο θησείο, στο «Αραράτ» στην Λ. Αλεξάνδρας, στο «Απταιό» στο Φάληρο κ.α. Μαζί του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Τζοβένος, ο Μήτσος Αραπάκης, ο Κώστας Καρίπης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γιώργος Λαζαρίδης (ή Σπανός), ο Κώστας Ρούπανας, ο Στελλάκης Περπινιάδης κ.ά.

Με την έναρξη της μαζικής δισκογραφίας στην Ελλάδα (1924-1925) παίρνει μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις, με όλες τις τότε γνωστές εταιρίες (Οdeon, His Master's Voice, Columbia Αγγλίας, Ρathe, Polydor, Parlophone), παίζοντας σε όλα τα είδη μουσικής (δημοτικά, ελαφρά και κυρίως ρεμπέτικα). Ήταν εξαίρετος τραγουδιστής στο πάλκο, αλλά προτίμησε να μην «ανταγωνίζεται» τους συναδέλφους του τραγουδιστές κι έτσι συμμετείχε ελάχιστες φορές σε ηχογραφήσεις με τη φωνή του (κυρίως έκανε δεύτερες φωνές σε γνωστούς τραγουδιστές τής πριν από το 1930 περιόδου). Τα πρώτα δικά του τραγούδια εμφανίζονται με τη γαλλική εταιρία Ρathe γύρω στο 1928-1929, ενώ η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκους της γερμανικής Ροlydor.

Από το 1930, με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων στον Περισσό από την αγγλική Grammophone, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Έτσι, καταγράφεται στην ιστορία της δισκογραφίας ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της. Από τη θέση αυτή γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία και μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων - καλλιτεχνικών διευθυντών, που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Ο Κώστας Σκαρβέλης συνεργάστηκε στη δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους της πειραιώτικης κομπανίας. Μάλιστα, από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου στα Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς. Εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί του οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, Σοφία Καρίβαλη και για λίγο ο Ανέστος Δελιάς (Αρτέμης).

Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Ξεχωρίζουν: «Τράβα ρε μάγκα και αλάνη», «Το παιγνίδι του Αμερικάνου», «Δυο μάγκες με βαρέσανε», «Τουρκολιμανιώτισσα», «Στα ξένα μ' άφησες», «Γιατί να με γελάσεις», «Κρυφό τον έχω τον καημό», «Δεν είσαι εσύ για μένα», «Δερβισάκι», «Τσαγκαράκι», «Το μπουζουκάκι», «Βρε χήρα κάθισε καλά», «Ο βλάμης του Ψυρή», «Σμυρνιά καμωματού», «Όταν το πίνω το κρασί», «Αλανιάρα σεβνταλού», «Είναι δυο χρόνια π' αγαπώ», «Ξενύχτης πάλι έμεινα», «Τα τσαχπίνικά σου μάτια», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά», «Δεν θα 'ρθω πια στην Κοκκινιά», «Μαρικάκι μου», «Ο μπεκρής», «Κάθε βραδάκι με γελάς», «Θα σε πλανέψω μια φορά», «Είμαι τεχνίτης ξακουστός», «Παραπονιέμαι στον ντουνιά», «Απόψε είδα όνειρο», «Σε γελάσανε», «Ερηνάκι», «Είσαι γκρινιάρα και γλωσσού», «Πλανεύτρα», «Στο καφέ αμάν», «Μάγισσα», «Πολίτισσα», «Βρε τύχη πως με τυραννάς», «Παραπονιάρα», «Μέσα στο Πασαλιμάνι», «Στρίβε ρε Καράμπελα», «Γιατί δεν βγαίνεις να σε δω», «Ελενίτσα», «Θα σε κάνω ταίρι μου» κ.ά.

Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές του μεσοπολέμου, όπως ο Κώστας Νούρος, η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Τιλίτισσα), η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Κώστας Τσανάκος, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Ευάγγελος Σωφρονίου, ο Ζαχαρίας Κασιμάτης κ.ά. Όμως, εκείνος που ταύτισε τη φωνή του με τις εξαίρετες μελωδίες και τους στίχους του Κώστα Σκαρβέλη ήταν ο Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος την περίοδο 1935-1941 γραμμοφώνησε πάνω από πενήντα τραγούδια του.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Κώστας Σκαρβέλης για να επιβιώσει άσκησε το παλιό του επάγγελμα, επισκευάζοντας παπούτσια. Όμως δεν άντεξε και από ειρωνεία της μοίρας, αυτός ο γλεντζές και καλοφαγάς (από εκεί και το παρατσούκλι «Παστουρμάς»), άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Απριλίου 1942, από την πείνα. Το πιστοποιητικό θανάτου αναφέρει «θάνατος εξ οιδήματος εξ υποσιτισμού».

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/364

© SanSimera.gr

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Τρομερή Μαριώ, αποκάλυψε πώς έδιωχνε άνδρες που την πλησίαζαν -Η καρφίτσα στο σακάκι



Στα δύσκολα χρόνια που πέρασε στην αρχή της καλλιτεχνικής της πορείας, και τις αθέατες πλευρές της νύχτας, αναφέρθηκε η γνωστή ρεμπέτισσα Μαριώ σε συνέντευξη που παραχώρησε.

Η τραγουδίστρια με τη σπουδαία πορεία στη ρεμπέτικη μουσική, μίλησε στην εκπομπή «Στούντιο 4» για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ως γυναίκα στον χώρο του τραγουδιού, και, μεταξύ άλλων, τόνισε: «Οι άνθρωποι εκεί δεν σε έβλεπαν σαν γυναίκα, οι πιο πολλοί τότε ήταν αναλφάβητοι, αμόρφωτοι, που νόμιζαν ότι η γυναίκα είναι κτήμα τους, ότι την έχουν στο πιάτο και την κάνουν ό,τι θέλουν».

Μαριώ: Παράτησα τα μαγαζιά πολλές φορές, γίνονταν ομηρικοί καβγάδες
«Ήταν σκληρά χρόνια, μην νομίζετε. Δεν υπάρχει αγιοποίηση σε αυτά! Θα μιλήσουμε έξω από τα δόντια! Όχι, δεν ήταν όλα ωραία. Να σε πηγαίνουν εκεί στα τραπέζια... Όταν με πήγαν για πρώτη φορά σε ένα τραπέζι, να πάω δήθεν να με κεράσουν ένα ποτό, είδα ότι ήταν πονηριές. Είχα μία καρφίτσα στο σακάκι μου επάνω, την έπαιρνα και με αυτήν τρύπαγα τα πόδια των ανδρών. Σηκωνόμουν και έφευγα από το μαγαζί. Το έκανα 2-3 φορές. Για να πάρεις 5 δραχμές το ποτό», είπε αρχικά η γνωστή ρεμπέτισσα.

«Είναι μία ιστορία που δεν τη λέει κανένας και λυπάμαι που δεν τα αναφέρουν αυτά. Δεν ξέρω γιατί δεν τα λένε, εγώ όμως δεν ντρέπομαι να πω ότι παράτησα τα μαγαζιά τόσες φορές για τον λόγο αυτόν. Είπα ότι "εγώ είμαι τραγουδίστρια, μουσικός και δουλεύω για να ζήσω, δεν δουλεύω για να περάσω την ώρα μου και να κάνω το κέφι μου, τέλος. Έπαιρνα τα ρούχα μου και έφευγα. Άφηνα τους άντρες με ματωμένα τα πόδια από την καρφίτσα. Αλλά ο Θεός ήταν δίπλα μου», συνέχισε η ίδια.

«Είχαμε βάρβαρα ωράρια, βάρβαρο ήταν και το σπάσιμο των πιάτων. Στα χρόνια τα δικά μας δεν ήταν γύψινα τα πιάτα, ήταν πορσελάνες. Καμία τραγουδίστρια δεν έχει κάτσει σε μαγαζί όσο έκατσα εγώ. Εγώ έκατσα στην "Καλύβα" 14 χρόνια, έσπαγαν τα χέρια μου, έφευγαν κομμάτια πορσελάνης και έκοβαν τα χέρια μου. Ήταν δύσκολο γλέντι, ερχόταν η στιγμή που έλεγες "ε, όχι ρε παιδιά, αυτό δεν είναι διασκέδαση, αυτό είναι πόλεμος". Συναγωνίζονταν ποιος θα σπάσει τα πιο πολλά πιάτα. Εμένα αυτό με εκνεύριζε», εξήγησε.

«Όταν ερχόταν στο μαγαζί κανένας φίλος τού έλεγα "μην τυχόν και στείλεις λουλούδια, μην τυχόν και ανοίξετε καμιά σαμπάνια σε μένα, δεν θα τα πάρω". Μου έστελναν κέρασμα και δεν το έπινα, γιατί ήξερα κάποιους ανθρώπους που ήταν φτωχοί και ερχόντουσαν στο μαγαζί με το υστέρημά τους. Αυτά δεν τα λένε. Χάλασαν σπίτια, χάλασαν οικογένειες, διαλύθηκαν οικογένειες!», περιέγραψε ακόμη η Μαριώ, προσθέτοντας ότι: «Γίνονταν ομηρικοί καβγάδες για ψύλλου πήδημα. Γιατί κοίταξες την γκόμενα του άλλου, γιατί κοίταξες εκεί, γιατί πήρες εσύ το κομμάτι, χόρευα εγώ και μπήκες εσύ και μου χάλασες τον χορό μου. Γινόταν ο πανικός και εγώ τραγουδούσα κανονικά, για να μην ακούγεται το μπαμ μπουμ από το ξύλο».

«Ξεκίνησα από τα 13 μου στα πανηγύρια, και μετά σε κοσμικές ταβέρνες. Από το 1964 άρχισα να παίζω σε μαγαζιά. Ήταν δύσκολο για μία γυναίκα να τραγουδάει σε αυτά τα μαγαζιά. Οι άνθρωποι εκεί δεν σε έβλεπαν σαν γυναίκα, οι πιο πολλοί τότε ήταν αναλφάβητοι, αμόρφωτοι, που νόμιζαν ότι η γυναίκα είναι κτήμα τους, ότι την έχουν στο πιάτο και την κάνουν ό,τι θέλουν. Όχι ρε φίλε, δεν είμαι κτήμα σου! Η κοινωνία σε παρεξηγούσε. Είσαι τραγουδίστρια ή ηθοποιός; Είσαι “του δρόμου”, τέλος! Είτε σας αρέσει, είτε δεν σας αρέσει, αυτή είναι η αλήθεια που ακούτε. Κάθε φορά που θα έβγαινες κάπου, δεν ήθελαν ούτε ο αέρας σου να περνάει από δίπλα τους. Το ένιωθα πάρα πολύ όταν δούλεψα στην Πτολεμαΐδα. Ήμουν σε ένα μαγαζί και δεν ήθελαν ούτε το θρόισμα του αέρα μου, άλλαζαν πεζοδρόμιο. "περνάει η ντιζέζ, αυτές είναι του δρόμου" έλεγαν"», τόνισε η ίδια σε άλλο σημείο της συνέντευξής της.

Πηγή: iefimerida.gr

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Οι ΡΕΜΠΕΤΕΣ και τα παρατσούκλια τους

σύμφωνα με τον ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΔΟΥΛΗ, ο οποίος λέει:

“Στον κόσμο του ρεμπέτικου, πολλοί από τους εκπροσώπους του (συνθέτες, λόγηδες, οργανοπαίκτες, τραγουδιστές), απόκτησαν παρατσούκλια που, σε ώρες κεφιού, έβγαζε ο ένας για τον άλλο. Και με την ίδια ευχαρίστηση που τα δέχοταν, τα έσερναν μαζί σε όλη τους τη ζωή. Πολλές φορές τα χρησιμοποιούσαν ακόμη και στους δίσκους, στα διαφημιστικά έντυπα και στις καλλιτεχνικές τους αφίσσες ενώ, πολύ συχνά, αρκετοί απ’ αυτούς ήταν περισσότερο γνωστοί μ’ αυτά στο πλατύ κοινό. Αλλοι χρησιμοποιούσαν τα μικρά τους ονόματα και άλλοι ψευδώνυμα που έβγαζαν μόνοι τους.

Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ένα τέτοιο πίνακα, που φτιάξαμε με τα στοιχεία μιας μακρόχρονης και κοπιαστικής έρευνας:”

Μήτσος Μαρωνίτης Χιωτάκι
Βαγγέλης Ισιδώρου Ψεύτης
Κώστας Σκαρβέλης Παστουρμάς
Δημήτρης Σέμσης Σαλονικιός
Βαγγέλης Καλλίνικος Παπάζογλου ή Αγγούρης
Γιώργος Μπερνιδάκης Μπαξές
Αντώνης Διαμαντίδης Νταλγκάς
Μήτσος Καλλίνικος Αραπάκης
Βαγγέλης Αντιάς Ναύτης
Γιάννης Βουγιούκας Μπουνάρμπασης
Κώστας Καριπόπουλος Καρίπης
Μανώλης Μαργαρώνης Μανωλάκι
Παναγής Δέλιος Μαύρη Γάτα
Αντώνης Σεϊρλής Σπανός
Μανώλης Χρυσαφάκης Φυστιξής
Αγάπιος Τομπούλης Μπουλ – Μπουλ
Μήτσος Λαδόπουλος Μανησαλής
Μήτσος Μπαρούσης Λορέντζος
Αντώνης Γαβαλάς Μεμέτης
Γιάννης Δραγάτσης Ογδοντάκης
Βαγγέλης Σωφρονίου Βαγγελάκη, ή ο Βιβλιοδέτης
Κώστας Μασέλος Νούρος
Νίκος Στρούντζας Καμπουράκι
Γιάννης Τσομπανέλλης Σεβδικιαλής
Γιάννης Ζαφειρόπουλος Γιαννάκι
Στέλιος Περπινιάδης Στελλάκης
Κώστας Ρούκουνας Σαμιωτάκι
Κώστας Φλώρος ΨευτοΝούρος
Βαγγέλης Μιχάλαγας Κοντός
Γιώργος Κωνσταντινίδης Μακαρόνας
Γιώργος Τσουμπαριώτης Σμυρνιός
Νίκος Μάθεσης Τρελλάκιας
Γιώργος Δερέμπεης Σωφέρ
Γιάννης Ετζιρίδης Γιοβάν Τσαούς
Γιώργος Τσωρός Αμπάτης ή Μπάτης
Μάρκος Βαμβακάρης Φράγκος ή Κόντρα Μπάσο ή Ρόκος
Στράτος Παγιουμτζής Τεμπέλης
Ανέστος Δέλιος Δελιάς ή Αρτέμης
Δημήτρης Γκόγκος Μπαγιαντέρας
Στέλιος Κερομύτης Μπούμπης ή Αριστοκράτης
Στέφανος Σπιτάμπελος Στεφανάκι ή Σπλήνας
Μήτσος Καρυδάκης Καρυδάκιας
Γιάννης Παπαϊωάννου Πατσάς ή Ψηλός
Απόστολος Χατζηχρήστος Σμυρνιωτάκι
Νίκος Γούναρης Κουρνάζος
Βασίλης Τσιτσάνης Βλάχος
Μπάμπης Βασιλειάδης Τσάντας
Βαγγέλης Μουστακίδης Τυροπιττάς
Οδυσσέας Μοσχονάς Σαμιώτης
Ηλίας Ποτοσίδης Πάνω Βλέπας ή Χαμψίας
Μήτσος Μαρσέλος Σμυρνιός
Γιάννης Σταμούλης Μπιρ Αλλάχ
Μαρίνος Γαβριήλ Μαρινάκης
Γιώργος Μητσάκης Καραντουζένι
Στέλιος Λαζάρου Θηβαίος
Γιάννης Κυριαζής Καμπούρης
Νίκος Καλλέργης Καλαπόρι
Πρόδρομος Μουταφίδης Τσαουσάκης
Λευτέρης Τσαγγάρης Ψίχουλας
Γιώργος Λαδόπουλος Μανησαλής ή Κοριός
Γιάννης Τατασόπουλος Ντίλιγκερ
Δημήτρης Στεργίου Μπέμπης
Μπάμπης Μπακάλης Κουβάς ή Τρικαλινός
Κώστας Καπλάνης Κεφάλας
Ανέστος Αθανασίου Γύφτος
Νίκος Φιλίππου Τουρκάκης
Τόλης Χαρμαντάς Χάρμας
Τόλης Εσδράς Εβραίος
Χρήστος Κολοκοτρώνης Θεσσαλός ή Κύπριος
Αργύρης Βαμβακάρης Κοιλιάς
Σπύρος Ευσταθίου Μπουμπούνας
Γιάννης Γιάκαλος Αριστερός
Στέλιος Καζαντζίδης Στελάρας
Χρήστος Σύρμπος Χρηστάκης
Βασίλης Καψάλης Καραπατάκης
Πάνος Γαβαλάς Πίτουρας
Στέλιος Μακρυδάκης Κουφός
Γιάννης Σταματίου Σπόρος
Λάκης Σκύφτας Καρνέζης

Πηγη https://www.syros-agenda.gr/oi-rempetes-kai-ta-paratsouklia-tous/

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Στέλιος Καζαντζίδης



Στέλιος Καζαντζίδης

Ο Στέλιος Καζαντζίδης (Νέα Ιωνία Αττικής, 29 Αυγούστου 1931 - Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 2001) ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες ενώ κατά γενική ομολογία είναι ο γεννήτορας του λαϊκού τραγουδιού από το 1950 και μετά. Για πολλούς η φωνή του υπήρξε η σπουδαιότερη που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό τραγούδι.

Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής. Ήταν γιος του Χαράλαμπου Καζαντζίδη με καταγωγή από τα Κοτύωρα του Πόντου και της Γεσθημανής (Χατζίδαινας) με καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του υπήρξε χτίστης στο επάγγελμα και στα χρόνια της κατοχής οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.

Ο έφηβος Καζαντζίδης (14 ετών) αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές.
Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς στο εργοστάσιο Έσπερος το 1949, του χάρισε μια κιθάρα. Δάσκαλος του Στέλιου υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης. Ο Μάνθος Βενέτης άκουσε από τον δρόμο τον νεαρό Στέλιο να τραγουδάει στο δωμάτιο του στην οδό Αλαϊας και εντυπωσιάστηκε. Ο Καζαντζίδης αρχίζει να εμφανίζεται σε μικρά μαγαζιά της εποχής.

Σταδιοδρομία
Έναρξη
Το 1952, ο Καζαντζίδης κάνει το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο "Για μπάνιο πάω". Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Εδώ φαίνονταν και οι έντονες επιρροές του Καζαντζίδη από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Ακολουθούν τραγούδια όπως "Ενας μάγκας στον Βοτανικό", "Δεν θέλω το κακό σου (οι βαλίτσες)", "Τέτοια κούκλα και τσαχπίνα", ¨Απόψε φίλα με", "Η κοινωνία", "Ασπρο πουκάμισο", "Θεσσαλονίκη μου" κ.α. που γίνονται μεγάλες επιτυχίες και το φαινόμενο Καζαντζίδης αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Διαχρονικές θεωρούνται οι συνεργασίες με Χιώτη, Μητσάκη, Τσιτσάνη, Δερβενιώτη, Καλδάρα κ.α. ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός δικών του συνθέσεων. Από το 1953 ως το 1957 ήταν αρραβωνιασμένος με την Καίτη Γκρέυ. Την ίδια χρονιά γνώρισε την Μαρινέλλα (Κυριακή Παπαδοπούλου) στην Θεσσαλονίκη και της πρότεινε να κατέβουν στην Αθήνα ως ντουέτο.

Πρώτη διαμάχη με την Columbia
Το 1959 ξέσπασε δικαστική διαμάχη του Καζαντζίδη με την δισκογραφική εταιρεία Columbia, με αφορμή τις πωλήσεις δίσκων. Χαρακτηριστικά, ο δίσκος "Μαντουμπάλα/Δυο πόρτες έχει η ζωή" έκανε πωλήσεις που έφτασαν τις 100.000, όταν δεν υπήρχαν ούτε 40.000 πικάπ στην Ελλάδα. Η Λίτσα Διαμάντη έχει αναφέρει πως ο κόσμος πρώτα αγόραζε τον δίσκο και μετά το πικάπ. Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και τη στιγμή που η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1.000 δραχμές. Αυτό συνέβη καθώς οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Στον Καζαντζίδη χρωστούν πολλά οι σύγχρονοι τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά και η προσπάθειά του είχε θετικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Ζαμπέτα, με μια κίνηση ο Καζαντζίδης "καθάρισε για όλο το σινάφι". Ήταν η εποχή που η Κολούμπια χρησιμοποιούσε ως ηχητικό της σήμα το εμβληματικό "Συννεφιασμένη Κυριακή". Ο Τάκης Β.Λαμπρόπουλος, νεαρός τότε διευθυντής της Columbia παραδέχτηκε στο Β' πρόγραμμα της Ερα το 2018 πως ο Καζαντζίδης υπήρξε ο πιο εμπορικός καλλιτέχνης της εταιρίας, και πως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του ήταν πως τον άφησε να φύγει από αυτήν.

Η περίοδος 1960-1965 είναι η πιο γόνιμη εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη. Πέρα από τις εμφανίσεις του σε θέατρα και ταινίες, και εκτός από τις κλασικές συνεργασίες με λαϊκούς συνθέτες, σημαντικές είναι και οι συνεργασίες με τους Θεοδωράκη, Χατζιδάκι,Λεοντή κ.α. Ο Καζαντζίδης υπήρξε συν τοις άλλοις και ένας από τους πρωτεργάτες του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού.

Το 1964 υπέγραψε συμβόλαιο στην εταιρεία "Μίνως Μάτσας και Υιός", η οποία αποτελούσε συνέχεια της "Odeon - Parlophone" του Μίνωα Μάτσα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μαρινέλλα και ήταν ζευγάρι ως το 1966, όταν αποφάσισε να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις του. Μετά την φυγή του Καζαντζίδη από την Columbia, η εταιρεία άρχισε να επανακυκλοφορεί παλαιότερες ηχογραφήσεις του με την επωνυμία "Regal", σε πολύ χαμηλές τιμές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση της Mίνως, και το θέμα έφτασε στα δικαστήρια. Το δικαστήριο τελικά αθώωσε την Columbia, καθώς έκρινε πως δεν υπήρχε πρόθεση δυσφήμισης.

Αποχώρηση από το πάλκο
Τον Οκτώβριο του 1965 ο Καζαντζίδης με τον ποδοσφαιριστή Μίμη Παπαϊωάννου έφτασαν στη Γερμανία για συναυλίες. Η υποδοχή που τους επιφύλαξαν οι ομογενείς ήταν συγκινητική. Μαζί τους ο νεαρός -τότε- δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος. Την ίδια περίοδο ο Καζαντζίδης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης (μουσική και στίχους αντίστοιχα) δημιούργησαν τον ύμνο της ΑΕΚ που ερμήνευσε ο Παπαϊωάννου: "Νικήστε, νικήστε".

Ακολούθησε μια περιοδεία στην Αμερική στην οποία ο Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα εμφανίστηκαν στο θρυλικό Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με διηγήσεις, κανένας άλλος τραγουδιστής πλην του Φρανκ Σινάτρα δεν είχε ξαναπεράσει τις πύλες του θεάτρου αυτού.

Το 1966, στην πιο μεστή στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα, στάση που τήρησε για το υπόλοιπο της ζωής του. Αιτία ήταν η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά μαγαζιά. Ο Καζαντζίδης επεδίωκε να κρατάει χαμηλά τις τιμές και να ελέγχει την ποιότητα του φαγητού και των ποτών ώστε να μην γίνεται ασυδοσία. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών. Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «...αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας...».

Δικτατορία
Το 1967 αποφασίζει να αποσυρθεί προσωρινά από τη δισκογραφία. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει μία δική του ανεξάρτητη εταιρεία, με την επωνυμία "Standard" αλλά σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τα κατεστημένα συμφέροντα και η λογοκρισία στα χρόνια της δικτατορίας δεν τον άφησαν. Από την επιτροπή λογοκρισίας κόπηκε το 90% των τραγουδιών με βαρύ περιεχόμενο και μάλιστα τραγούδια όχι πολιτικά αλλά λαϊκά και ερωτικά. Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στην δισκογραφία, το 1968 συνεργάστηκε με την εταιρεία Philips όπου με β' φωνή την Μαρινέλλα έβγαλαν μερικά 45άρια (Ενα ρεμάλι του Πειραιά, Στα βράχια της Πειραϊκής κλπ). Αυτό οδήγησε την Mίνως σε προσφυγή στα δικαστήρια, αξιώνοντας την επιστροφή του. Το δικαστήριο δικαίωσε την προσφυγή και ο Καζαντζίδης επέστρεψε στην Mίνως, η δε Μαρινέλλα παρέμεινε τελικά στην Philips και χώρισαν οριστικά οι δρόμοι τους. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1988 συνέβη και το εξής παράδοξο: Ο Στέλιος έφυγε προς την Philips/Polygram για να βρει την Μαρινέλλα και εκείνη έφυγε προς την Μιnoς για να βρει τον Στέλιο!

Το 1970 τραγούδησε δύο τραγούδια του Μάνου Λοΐζου σε δίσκο 45 στροφών, τα "Όταν Βλέπετε Να Κλαίω" και "Το Μερτικό Μου Απ' τη Χαρά" ενώ κυκλοφόρησε και ο δίσκος "Ενα Γράμμα". Το 1972 βγήκε ο δίσκος "Γυρισμός" με τραγούδια των Δερβενιώτη,Βίρβου,Καλδάρα κ.α. που περιελάμβανε και το τραγούδι "ο Μπάρμπα-Γιάννης" που γράφτηκε από τον Πυθαγόρα για τον θάνατο του Γιάννη Παπαϊωάννου.

Το 1973 ο Άκης Πάνου συνέθεσε 6 τραγούδια για τον Στέλιο Καζαντζίδη, που κυκλοφόρησαν στο δίσκο "Η Ζωή Μου Όλη" την επόμενη χρονιά. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου ήταν κατά ομολογία του ίδιου του Καζαντζίδη το αγαπημένο του τραγούδι.[4]Το 1974 κυκλοφόρησε το άλμπουμ "Στην Ανατολή", σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη που ηχογραφήθηκε στον Καναδά. Περιελάμβανε σπουδαία τραγούδια, όπως τα "Άπονες Εξουσίες", Τα παραθύρια ορθάνοιχτα, "Στην Ανατολή". Ο δίσκος σύμφωνα με τον Πάνο Γεραμάνη μποϋκοταρίστηκε.

Η Βρετανική Guardian έχει ασχοληθεί με ένα εκτενές αφιέρωμα στον Καζαντζίδη. Ενδεικτικά: "Στα χρόνια της χούντας των Συνταγματαρχών (1967 – 74) το καθεστώς τιμώρησε μόνο τον Καζαντζίδη επιβάλλοντάς του φόρους. Σταμάτησε τη δισκογραφία μεταξύ 1975 και 1987, εγκλωβισμένος σε μια δυσάρεστη επαγγελματική συμφωνία. Παρόλα αυτά παρέμεινε δημοφιλής, κυρίως στους Έλληνες της διασποράς...".

Διαμάχη με την Minos και απουσία από τη δισκογραφία (1976-1987)
Το Νοέμβριο του 1975 κυκλοφόρησε το "Υπάρχω". Ο δίσκος είχε τεράστια επιτυχία και ξεχώριζαν τραγούδια όπως το ομώνυμο τραγούδι που σήμερα είναι από το πιο γνωστά του Χρήστου Νικολόπουλου, το " Κάτω Από Το Πουκάμισό Μου" οι "Αισθηματίες" κ.α. Ο δίσκος περιείχε και το τραγούδι "Έφυγες Μ' Έναν Άλλονε" σε μουσική του Ιωάννη Τατασόπουλου και σε στίχους του Νίκου Ρούτσου.

Ακολουθεί μια άκρως πετυχημένη εμφάνιση του Καζαντζίδη στην Ερτ όπου σύμφωνα με μαρτυρίες οι δρόμοι ήταν έρημοι καθώς την παρακολούθησε όλη η Ελλάδα. Η εκπομπή έκλεινε με ένα απόσπασμα από τις πρόβες τους, που έδειχνε πως συνέθεταν μαζί τα τραγούδια.


Το 1976 αποχώρησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, στις οποίες σκόπευε να μείνει μόνιμα, και παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την Τόνια Κωνσταντουλάκη, οµογενή από την Κάλυµνο.[5] Στην Αμερική ο Καζαντζίδης είχε ζητήσει με αλληλογραφία να πραγματοποιηθεί ένας δίσκος (πιθανός τίτλος Γύφτος Λαός) αίτημα που απορρίφθηκε από την Μίνως. Στην Νέα Υόρκη συνάντησε τον Άρη Σαν, φίλο από την Καλαμάτα που ασχολούνταν με μουσική και clubs. Πιθανολογείται πως ο Καζαντζίδης, τιμής ένεκεν έκανε μερικές Guest εμφανίσεις στο κλαμπ-κέντρο "Sirocco" στο οποίο σύχναζαν ομογενείς και αστέρες του κινηματογράφου όπως ο Άντονυ Κουίν κ.α.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1978 γνώρισε την Βάσω Κατσαβού, μια καθημερινή γυναίκα και εργάτρια στο επάγγελμα και παντρεύτηκαν το 1982.[6][7]. Κουμπάρος ήταν ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός.

Το 1979-80, ο στιχουργός Μανώλης Ρασούλης σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες συγκέντρωναν υπογραφές με στόχο την αποδέσμευση του τραγουδιστή. Ισχυρίζονταν πως η σύμβαση ήταν τριετής ενώ η Μίνως πως ήταν επ' αορίστου χρόνου. Παράλληλα, μια επιτροπή αποτελούμενη από τους Μάνο Λοϊζο, Χρήστο Λεοντή, Λευτέρη Παπαδόπουλο κ.α. επισκέφτηκε τον Καζαντζίδη στο σπίτι του με σκοπό να βρούν όλοι μαζί μια κοινώς αποδεκτή λύση. Ο Καζαντζίδης πρότεινε να δώσει δύο δίσκους στην εταιρία δίχως να αξιώσει ποσοστά ώστε να τον αποδεσμεύσουν. Η προσπάθεια δεν καρποφόρησε.

Επιστροφή στη δισκογραφία
Το 1983 η δημοφιλής τηλεοπτική εκπομπή Ρεπόρτερς της ΕΡΤ με τους δημοσιογράφους Λιάνη, Χαρδαβέλλα και Δημαρά ασχολήθηκε με την προσπάθεια επιστροφής του Καζαντζίδη στη δισκογραφία.Το 1986 ψηφίστηκε διάταξη στη βουλή για τις «συμβάσεις καλλιτεχνών που παρέμειναν ανενεργές επί μία τριετία» οι οποίες «λύνονται αυτομάτως». Ο Καζαντζίδης αποδεσμεύεται από το συμβόλαιό του στη Minos με έναν τελευταίο δίσκο. Πρόκειται για την κυκλοφορία «Ο Δρόμος της Επιστροφής» του 1987.

Το 1988 απεβίωσε η μητέρα του, Γεσθημανή. Κυκλοφορεί τον δίσκο "Ελεύθερος" στην Polygram όπου εγκαινιάζει την συνεργασία του με τον Τάκη Σούκα. Πρόκειται για εμβληματικό δίσκο που περιέχει και την ιστορική εκτέλεση Πέτρινα Χρόνια του Σταμάτη Σπανουδάκη. Αμέσως μετά, υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με την Music Box International (MBI), της οποίας ιδιοκτήτης τότε, ήταν ο Ανδρέας Καϊάφας.

Το 1989 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Ο,τι Δεν Είπα" με τον οποίο εγκαινιάστηκε το Στούντιο Ν του Χ.Νικολόπουλου. Ακολούθησαν οι χρυσοί δίσκοι "Βραδιάζει", "Ένα Γλέντι Με Τον Στελάρα", "Και Που Θεός", "Τα Βιώματα Μου", "Αφιέρωμα", "Τραγουδώ", "Έρχονται Χρόνια Δύσκολα" ενώ μνημειώδεις είναι και οι ερμηνείες του σε ποντιακά τραγούδια.

Το 1999 δώρισε στους σεισμοπαθείς προσωπικά αντικείμενα υψηλής οικονομικής και συναισθηματικής αξίας, σε μια συμβολική κίνηση ελπίζοντας να βρει μιμητές. Ανταποκρίθηκε ο Γιάννης Πάριος. Ο Καζαντζίδης ετοίμαζε έναν δίσκο με τραγούδια των Τ. Σούκα και Θανάση Πολυκανδριώτη αλλά δυστυχώς τον πρόλαβε η ασθένεια.

Απεβίωσε στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, σε ηλικία 70 ετών, μετά από πολύμηνη αντιμετώπιση του καρκίνου. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε αρνηθεί να γίνει η κηδεία του δημοσία δαπάνη. Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, ανάμεσα στους τάφους των γονιών του, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μέχρι σήμερα ιδρύονται σύλλογοι για αυτόν και πολλοί δρόμοι φέρουν το όνομα του.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τραγούδησε δημιουργίες μεγάλων συνθετών (Μάνος Χατζιδάκις, Άκης Πάνου, Γιάννης Παλαιολόγου, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Θοδωρής Δερβενιώτης, Νάκης Πετρίδης, Χρήστος Λεοντής, Τάκης Σούκας, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Μητσάκης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Ζαμπέτας κ.ά.) και στιχουργών (Κώστας Βίρβος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας, Σώτια Τσώτου, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευάγγελος Ατραΐδης, Βάντα Κουτσοκώστα, Νίκος Λούκας, Λευτέρης Χαψιάδης, Χαράλαμπος Βασιλειάδης κ.α.)

Δισκογραφία
Δίσκοι 78/45 στροφών
Την περίοδο 1952-1959 κυκλοφόρησε περισσότερα από 300 δισκάκια στην Columbia.Ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία αμέτρητες κυκλοφορίες δίσκων 78 ή 45 στροφών σε διάφορες ετικέτες. Παράλληλα με τους μικρούς δίσκους, τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησαν να κυκλοφορούν συλλογές τραγουδιών του σε "μεγάλους" δίσκους 33 στροφών. Ωστόσο, ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος του Καζαντζίδη, που ηχογραφήθηκε με την προοπτική του μεγάλου δίσκου (και δεν ήταν συλλογή από τραγούδια που είχαν ήδη κυκλοφορήσει στις 45 στροφές ή συμμετοχή σε δίσκο τρίτου), ήταν η «Ανατολή» του Μίκη Θεοδωράκη το 1974.

Προσωπικοί δίσκοι / συλλογές
1964 - Καζαντζίδης, Μαρινέλλα - Μεγάλες Επιτυχίες (Odeon)
1965 - The Voice Of Stelios Kazantzidis (Nina)
1965 - Στέλιος Καζαντζίδης Νο. 2 (Columbia)
1965 - Στέλιος Καζαντζίδης (Odeon)
1965 - Τραγουδήστε Μαζί Μου (Odeon)
1967 - Αναπολώντας Με Το Στέλιο Καζαντζίδη (Nina)
1968 - Καζαντζίδης, Μαρινέλλα - Καζαντζίδης Μαρινέλλα (Philips)
1968 - Kazantzides (Odeon)
1968 - Στέλιος Καζαντζίδης (Odeon)
1968 - Καζαντζίδης (Regal)
1969 - Νυχτερίδες Κι Αράχνες (Odeon)
1970 - Sing Greek Songs (Nina)
1970 - Ένα Γράμμα (Minos)
1970 - Η Στεναχώρια Μου (Minos)
1970 - Καζαντζίδης Μαρινέλλα (Sonora)
1971 - Καζαντζίδης Νο. 3 (Regal)
1971 - Στιγμές (Margophone)
1972 - Γυρισμός (Minos)
1972 - Καζαντζίδης Νο. 4 (Regal)
1973 - Γυάλινος Κόσμος (Minos)
1973 - Το Δρομολόϊ Της Ζωής (Margophone)
1974 - Στην Ανατολή (Minos)
1974 - Καζαντζίδης Νο. 5 (Regal)
1974 - Η Ζωή Μου Όλη (Minos)
1975 - Ο Καζαντζίδης Και Τα Ρεμπέτικα (Columbia)
1975 - Υπάρχω (Minos)
1976 - Στέλιος Καζαντζίδης Νο. 6 (Regal)
1976 - Στέλιος Καζαντζίδης Νο. 7 (Regal)
1977 - Καινούργιοι Κόσμοι (Minos)
1977 - Ο Καζαντζίδης Σε Δημοτικά Τραγούδια (Regal)
1977 - Στέλιος Καζαντζίδης Νο. 8 (Regal)
1978 - 14 Χρυσές Επιτυχίες (Columbia)
1978 - 14 Χρυσές Επιτυχίες Νο. 2 (Columbia)
1978 - Μοναξιά Μου (Philips)
1978 - Ο Καζαντζίδης Τραγουδάει Βίρβο (Margophone)
1978 - Τα Καλύτερά Μου Τραγούδια Νο. 1 (Standard)
1979 - Τα Καλύτερά Μου Τραγούδια Νο. 2 (Standard)
1980 - Ο Καζαντζίδης Τραγουδά Πυθαγόρα (Regal)
1980 - Τα Τραγούδια Της Ανατολής (Regal)
1981 - Στέλιος Καζαντζίδης 1953-1960 (Regal)
1981 - Στέλιος Καζαντζίδης 1961-1963 (Regal)
1982 - 15 Μεγάλες Επιτυχίες (Minos)
1982 - Ο Καζαντζίδης Τραγουδά Μπακάλη (Odeon)
1982 - Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες Του (Columbia)
1984 - Ανέκδοτα Τραγούδια Στις 33 Στροφές (Regal)
1984 - Ο Καζαντζίδης Τραγουδά Τσιτσάνη (Columbia)
1985 - Για Πάντα Νο. 1 (1952-1963) (Columbia)
1985 - Μια Γυναίκα Έφυγε (Minos)
1986 - Για Πάντα Νο. 2 (1952-1963) (Minos)
1986 - Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης - Μαζί (Regal)
1987 - Ο Δρόμoς Της Επιστροφής (Minos)
1988 - Ελεύθερος (Polydor)
1988 - Καζαντζίδης (Κασετίνα Με 10 Δίσκους) (Columbia)
1988 - Τώρα (Minos)
1988 - Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες Του (Minos)
1989 - Ό,Τι Δεν Είπα (MBI)
1990 - Ανέκδοτα Τραγούδια Στις 33 Στροφές (Minos)
1991 - Εξ Ανατολών Προς Δυσμάς (Columbia)
1991 - Τα Λαϊκά Του Στέλιου Καζαντζίδη (MBI)
1991 - Καζαντζίδης Μαρινέλλα - Τα Τραγούδια Της Αμερικής (MBI)
1991 - Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες Του (Minos)
1991 - Οι Μεγαλύτερες Επιτυχίες Του Νο. 2 (Minos)
1992 - Αυτή Είναι Η Ζωή Μου / 40 Χρονια Τραγουδι (Minos)
1992 - Βραδιάζει... (MBI)
1993 - Οι Πρώτες Αυθεντικές Εκτελέσεις (Minos)
1993 - Ένα Γλέντι Με Τον Στελάρα (Ζωντανή Ηχογράφηση) (MBI)
1993 - Καζαντζίδης, Μαρινέλλα - Μεγάλες Ερμηνείες (Philips)
1994 - Δισκογραφία Τσιτσάνη 10: Καζαντζίδης (Columbia)
1994 - Και Πού Θεός (MBI)
1994 - Τα Πορτρέτα Της MINOS-EMI 4 (Minos)
1995 - Οι Μεγάλες Επιτυχίες (Mercury)
1995 - Τα Βιώματά Μου (MBI)
1996 - Αφιέρωμα (MBI)
1996 - Μεγάλες Επιτυχίες Νο. 1 (MBI)
1996 - Μεγάλες Επιτυχίες Νο. 2 (MBI)
1996 - Μέσα Από Τις 45 Στροφές (AM)
1996 - Τα Πρώτα Μου Τραγούδια 1960-1968 (Mercury)
1996 - Τραγούδια Από Τις 45 Στροφές (EMI)
1997 - 12 Ερωτικές Στιγμές (AM)
1997 - Τραγούδια Από Τις 45 Στροφές Νο. 2 (EMI)
1997 - Τραγουδώ (MBI)
1998 - Τα Ζεϊμπέκικα Του Στέλιου (AM)
2000 - Τραγούδια Από Τις 45 Στροφές Νο. 3 (EMI)
2000 - Τα Ποντιακά (MBI)
2000 - Η Ζωή Μου Όλη... Ένα Τραγούδι (Κασετίνα 11 Δίσκων) (MBI)
2000 - Έρχονται Χρόνια Δύσκολα (MBI)

Συμμετοχές
1961 - Πολιτεία Α' - Πολιτεία Β' (Μίκη Θεοδωράκη) (Minos)
1961 - Ρετσίνα Και Μπουζούκι (Columbia)
1963 - Δημοτικά Νο. 1 (Columbia)
1963 - Μίκης Θεοδωράκης Νο. 1 (Columbia)
1964 - Κώστας Βίρβος Νο. 1 (Odeon)
1964 - Μίκης Θεοδωράκης (Columbia)
1964 - Ρετσίνα Και Μπουζούκι No. 2 (Columbia)
1965 - Καταχνιά (Χρήστου Λεοντή - Κώστα Βίρβου) (Odeon)
1965 - Μάνος Χατζιδάκις: Πρώτη Εκτέλεση (Columbia)
1965 - Συννεφιασμένη Κυριακή (Βασίλη Τσιτσάνη) (Columbia)
1965 - Ρετσίνα Και Μπουζούκι Νο. 3 (Columbia)
1965 - Τραγούδια Της Ξενητειάς (Θόδωρου Δερβενιώτη - Κώστα Βίρβου) (Odeon)
1967 - Χρυσός Δίσκος (Grecophon)
1970 - Καζαντζίδης - Πόλυ Πάνου - Καίτη Γκρέϋ (Sonora)
1974 - Αλήθειες (Odeon)
1975 - Ρεμπέτικη Ιστορία Νο. 3 (Regal)
1976 - Πολιτεία (Μίκη Θεοδωράκη) (Columbia)
1982 - Τα Σήμαντρα (Roma)
1984 - Θεόδωρος Δερβενιώτης: 30 Χρόνια (Regal)
1985 - Ο Λαϊκός Κινηματογράφος (Regal)
1985 - Η Συναυλία Στο Κεντρικόν (Philips)
1985 - Συναυλία Στο Κεντρικόν/Ορφέα (Philips)
1988 - Ο Γιάννης Μαρκόπουλος Στον Ελληνικό Κινηματογράφο (Minos)
1990 - Ελληνικός Κινηματογράφος Νο. 1 (EMI)
1993 - Η Ελλάδα Του Στέλιου Και Του Στράτου (EMI)
1992 - Τα Τραγούδια Δεν Παλιώνουν (AM)
1992 - Ζεϊμπέκικα (AM)
1993 - Τα Τσιφτετέλια Του Στέλιου Και Του Μανώλη (EMI)
1993 - O Κύριος Μητσάκης (Wea)
1993 - Τα Αηδόνια Του Πόντου (MBI)
1994 - Άπονες Εξουσίες (MBI)
1994 - Συναπάντεμαν (MBI)
1995 - Στην Ελλάς Του 2000 (Wea)
1997 - Ποντιακή Ραψωδία (Vasipap)
1997 - Πατρίδα Μ' Αραεύω 'Σε (MBI)

Κινηματογράφος
O Στέλιος Καζαντζίδης εμφανίστηκε στις ταινίες:
1960 - Η Κυρία Δήμαρχος (Ροβήρος Μανθούλης)
1962 - Κλάψε Φτωχή Μου Καρδιά (Κώστας Στράντζαλης)
1965 - Παίξε Μπουζούκι Μου Γλυκό (Κώστας Στράντζαλης)
1965 - Αφήστε με να Ζήσω (Ανδρέας Κατσιμητσούλιας)
1965 - Οι Αδίστακτοι (Ντίνος Κατσουρίδης)
1965 - Προδομένη (Χρήστος Κυριακόπουλος)
1965 - Η Τιμωρία (Ανδρέας Κατσιμητσούλιας σε σενάριο Πυθαγόρα)
1965 - Οι Καταφρονεμένοι (Νίκος Βαρβέρης σε σενάριο Πυθαγόρα)
1965 - Δεν Μπορούν να μας Χωρίσουν (Χρήστος Κυριακόπουλος)
1966 - Έχω Δικαίωμα να σε Αγαπώ (Απόστολος Τεγόπουλος)
1966 - Άγγελοι της Αμαρτίας (Ανδρέας Κατσιμητσούλιας)
1967 - Η Ωρα της Δικαιοσύνης (Α. Κατσιμητσούλιας σε σενάριο Πυθαγόρα)
1967 - Αδικη Κατάρα (Απόστολος Τεγόπουλος)
1967 - Ο Γεροντοκόρος (Ορέστης Λάσκος)
1967 - Σαπίλα και Αριστοκρατία (Κώστας Καραγιάννης)
1968 - Τα Ψίχουλα του Κόσμου (Απόστολος Τεγόπουλος)
1968 - Οι Άνδρες Δε Λυγίζουν Ποτέ (Κώστας Ανδρίτσος)
1968 - Ο Γίγας της Κυψέλης (Κώστας Καραγιάννης)
1970 - Φουκαράδες και Λεφτάδες (Κώστας Καραγιάννης)
1976 - Κραυγή στον Ανεμο / Voice in the Wind (Ερρίκος Ανδρέου)
1981 - Εις Μνήμην Χάρρυ Κλυνν (Πάνος Αγγελόπουλος
Τραγούδια του Καζαντζίδη που ακούστηκαν σε ταινίες:
1966 - Φτωχογειτονιά αγάπη μου – Προδομένες καρδιές
1971 - Θανάση πάρε το όπλο σου - Ζιγκουάλα
1980 - Παραγγελιά - Ποιος θα με πληροφορήσει
1982 - Summer Lovers - Έψαχνα άδικα να βρω
2003 - The Wire: Season 2 Ε11 (Bad Dreams) - Το ψωμί της ξενιτειάς, Ένα σίδερο αναμμένο
2003 - Σεισμός – Κάποτε κάποια μέρα
κ.α.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ
Γιάννης Πάριος - Ηλιοβασίλεμα (1976)
Μαρίζα Κωχ - Νέα Μενεμένη (1977)
Χάρις Αλεξίου - Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή (1979)
Χάρις Αλεξίου - Παιδιά και εμείς της προσφυγιάς (1980)
Δημήτρης Ξανθάκης - Παλιές δόξες (1981)
Χάρις Αλεξίου - Γράμμα σου στέλνω θείε μου (1981)
Γιάννης Ντουνιάς - Του δεσμού μας το φινάλε (1982)
Τζίμης Πανούσης - 10.000 WATT (1986)
Χάρρυ Κλυνν - Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται (1987)
Καίτη Γκρέυ - Οταν ακούω Καζαντζίδη (1990)
Μαχαιρίτσας - Η Αλίκη η Μαίριλυν κι εγώ (1991)
Αιμιλία Κουγιουμτζή - Κάτι παιδιά (1993)
Διονύσης Σαββόπουλος - Μέρες καλύτερες θα έρθουν (1994)
Αφροδίτη Μάνου - Στο καφενείο Ελληνικόν (1995)
Δήμητρα Παπίου - Αυτή η νύχτα μένει (1999)
Θέμης Αδαμαντίδης - Ο Στέλιος του Σεπτέμβρη (2001)
Θέμης Αδαμαντίδης - Ολυμπος (2002)
Πασχάλης Τερζής - Σεβάς Χανούμ (2002)
Μακεδόνας - Η ζωή τραγούδι (2004)
Μανώλης Τσεσμετζής - Η μπαλάντα του Στέλιου (2005)
Αντώνης Βαρδής - Το βιβλίο (2006)
Νότης Σφακιανάκης - Το σύστημα (2006)
Αγγελος Παναγάκης - Αχ ρε Στέλιο (2015)
Ανδρος Γεωργίου - Στελάρα μου αθάνατε (2016)
Γιώργος Ροδακίδης - Αχ Καζαντζίδη (2020)

ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ



Ο Χρήστος Σύρπος ή γνωστότερος ως Χρηστάκης (1924 – 1 Ιουνίου 1981) ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής και
συνθέτης, διάσημος για τα τραγούδια του «Τα μπαγλαμαδάκια», «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί» και «Έμαθα πως είσαι
μάγκας».

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1924 αλλά μεγάλωσε στη Δράμα, όπου άσκησε το επάγγελμα του υδραυλικού. Στον χώρο του τραγουδιού μπήκε με την προτροπή και την βοήθεια του ρεμπέτη Κώστα Καπλάνη.

Το διάστημα 1950-1967 τραγουδούσε ως δεύτερη φωνή και έπαιζε κιθάρα και μπαγλαμαδάκι δίπλα σε μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού (Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια κ.ά.). Έκανε μεγάλη επιτυχία μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με το «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ» των Στ. Ζαφειρίου-Π. Γαβαλά.

Στη συνέχεια, με τη χαρακτηριστική παράξενη «κοφτή» ερμηνεία του, αναβίωσε το «Έμαθα πως είσαι μάγκας», «Η γάτα» και θα συνεχίσει δυναμικά με το «Πουλί» («Θα ζήσω ελεύθερο πουλί»), «Στις ταβέρνες τριγυρνάς», «H Κικίτσα», «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια» κ.ά.
Έκανε πάταγο στα κέντρα και αποκλήθηκε ο «Έλλην Τζόνι Χαλιντέι».
Μετά τη Μεταπολίτευση περιέπεσε σε αφάνεια, καθώς τα μουσικά γούστα είχαν αλλάξει. Ο Χριστάκης τραγουδούσε για τα προς το ζην σε ένα λαϊκό κέντρο της Καβάλας, όταν τον βρήκε το πρώτο εγκεφαλικό. Πέθανε την 1η Ιουνίου του 1981 στο ΙΚΑ της Θεσσαλονίκης και κηδεύτηκε στην Καβάλα. Πλέον η σωρός του βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Δράμας.

Δισκογραφία
1968 – Πενιές καημοί και όνειρα
1969 – Τα κέφια του Χρηστάκη
1969 – Χρηστάκης 2
1976 – Οι Επιτυχίες μου
1976 – Μάθημα πρώτον
1985 – Τα λαϊκά του Χρηστάκη
1994 – Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια
1995 – Για πάντα
1997 – Μεγάλες επιτυχίες
1997 – Ομώνυμο
1998 – Ξενύχτη με φωνάζουνε
2001 – Greatest hits
2002 – Θα ζήσω ελεύθερο πουλί
wikipedia